Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009

Odysseas Elyths - Prosanatolismoi (1941)

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ (1941)

Départ dans l' affection et le bruit neufs
RIMBAUD

ΠΡΩΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
I
Ο έρωταςΤο αρχιπέλαγοςΚι η πρώρα των αφρών τουΚι οι γλάροι των ονείρων τουΣτο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζειΈνα τραγούδι
Ο έρωταςΤο τραγούδι τουΚι οι ορίζοντες του ταξιδιού τουΚι η ηχώ της νοσταλγίας του
Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένειΈνα καράβι

Ο έρωτας
Το καράβι του
Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του
Κι ο φλόκος της ελπίδας του
Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει
Τον ερχομό.



II

Παιχνίδια τα νερά
Στα σκιερά περάσματα
Λένε με τα φιλιά τους την αυγή
Που αρχίζει
Ορίζοντας -

Και τ' αγριοπερίστερα ήχοΔονούνε στη σπηλιά τους
Ξύπνημα γαλανό μες στην πηγήΤης μέραςΉλιος -

Δίνει ο μαΐστρος το πανί
Στη θάλασσα
Τα χάδια των μαλλιών
Στην ξεγνοιασιά του ονείρου του
Δροσιά-
Κύμα στο φωςΞαναγεννάει τα μάτιαΌπου η Ζωή αρμενίζει προςΤ' αγνάντεμαΖωή -

III
Φλοίσβος φιλί στη χαϊδεμένη του άμμο - ΈρωταςΤη γαλανή του ελευθερία ο γλάροςΔίνει στον ορίζονταΚύματα φεύγουν έρχονταιΑφρισμένη απόκριση στ' αυτιά των κοχυλιών
Ποιος πήρε την ολόξανθη και την ηλιοκαμένη;Ο μπάτης με το διάφανό του φύσημαΓέρνει πανί του ονείρουΜακριάΈρωτας την υπόσχεσή του μουρμουρίζει - Φλοίσβος.

ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ
Ι
Όλα τα σύννεφα στη γη εξομολογήθηκανΤη θέση τους ένας καημός δικός μου επήρε
Κι όταν μες στα μαλλιά μου μελαγχόλησεΤο αμετανόητο χέρι
Δέθηκα σ' έναν κόμπο λύπης.

II
Η ώρα ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως θύμηση
Με το δέντρο της αμίλητο
Προς τη θάλασσα
Ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως φτερούγισμα
Με την όψη της ακίνητη
Προς τη θάλασσα
Βραδιάζοντας
Δίχως έρωτα
Με το στόμα της ανένδοτο
Προς τη θάλασσα
Κι εγώ - μες στη Γαλήνη που σαγήνεψα.

III
Απόγευμα
Κι η αυτοκρατορική του απομόνωση
Κι η στοργή των ανέμων του
Κι η ριψοκίνδυνη αίγλη του
Τίποτε να μην έρχεται Τίποτε
Να μη φεύγει
Όλα τα μέτωπα γυμνάΚαι για συναίσθημα ένα κρύσταλλο.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΥΣΗ
Ι
Χαμόγελο! Η πριγκίπισσά του θέλησε
Να γεννηθεί κάτω απ' τη δυναστεία των ρόδων!

II
Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιώνΤα μάτια μου ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του
Γύρω απ' την ολοπράσινη επιτυχία των φύλλωνΟι πεταλούδες ζουν μεγάλες περιπέτειες
Ενώ η αθωότητα
Ξεντύνεται το τελευταίο της ψέμα
Γλυκιά περιπέτεια ΓλυκιάΗ Ζωή.

III
Επίγραμμα
Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φωςΠριν απ' τον Έρωτα έρωταςΚι όταν σε πήρε το φιλίΓυναίκα.

ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ
Ι
Όνειρα κι όνειρα ήρθανεΣτα γενέθλια των γιασεμιώνΝύχτες και νύχτες στις λευκέςΑϋπνίες των κύκνων
Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλαΌπως μες στον απέραντο ουρανόΤο ξάστερο συναίσθημα.

II
Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή
Και πίσω απ' τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη
Ερωμένη
Αλλοτινών ήχων γόησσα

Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί
Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του
Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του - εκεί.

III
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχταΌλα τα δάχτυλαΣιωπή
Έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο του ονείρουΣιγά σιγά ξετυλίγεταιΗ εξομολόγησηΚαι σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ' άστρα!

IV
Ένας ώμος ολόγυμνοςΣαν αλήθεια
Πληρώνει την ακρίβεια τουΣτην άκρια τούτη της βραδιάςΠου φέγγει ολομόναχηΚάτω απ' τη μυστικιά ημισέληνοΤης νοσταλγίας μου.

V
Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες
Μαβιές
Κόκκινες
Κίτρινες
Τ' ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνοΤα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμοΤα μάτια της σιωπή.

VI
Ανεξιχνίαστη νύχτα πίκρα δίχως άκρηΒλέφαρο ανύσταχτοΠριν βρει αναφιλητό καίγεται ο πόνοςΠριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός
Καρτέρι μελλοθάνατο
Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο
Στην ποδιά της μοίρας του συντρίβεται.

VII
Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνειαΤης δράσης
Κι ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί
Ακούσιος καταρρέει
Μες στην ιδέα που αχρηστεύεται απ' το μελαγχολικό
Σιωπητήριο.


ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ ΕΠΟΧΗ
I
Ξέρεις την κόμη που έγραψε τον άνεμο; Τις ματιές που παραλληλίσανε το χρόνο; Τη σιωπή που ένιωσε τον εαυτό της;
Αλλά είσαι εσύ μια νυχτερινή επινόηση που αρέσκεται στις βροχερές εκμυστηρεύσεις. Που αρέσκεται στο τριίστιο ξάνοιγμα του πόντου. Είσαι μια περίπτωση ακατόρθωτη που όταν ναυαγήσει βασιλεύει. Μια φανταχτερή καταστροφή είσαι...
Α! Θέλω να' ρθουν τα στοιχεία που ξέρουν ν' αρπάζουν. Η μέση τωνσυλλογισμών μου θα ευφράνει την καμπύλη τους διάθεση. Όταν ανέβουν μεγαλώνοντας τα δαχτυλίδια ο ξαφνικός ουρανός θα πάρει το χρώμα της προτελευταίας μου αμαρτίας
Ενώ η τελευταία θα γοητεύεται ακόμη από τα μοναχικά τούτα λόγια!

II
Ένα ποδοβολητό τελειώνει στην άκρη της ακοής. Μια σουρωμένη καταιγίδα χιμάει μες στο νεανικό στήθος που σπαταλάει την ανεξήγητη φεγγοβολή του.
Η επιθυμία έχει μια πολύ ψηλή κορμοστασιά και στις παλάμες τηςκαίει η απουσία.Η επιθυμία γεννάει το δρόμο της όπου θέλει να περπατήσει. Φεύγει...
Κι ένας λαός από χέρια προς εκείνη ανάβει θαυμασμού παρανάλωμα!

III
Τι όμορφη! Έχει πάρει τη μορφή της σκέψης που την αισθάνεταιόταν αυτή αισθάνεται πως της είναι αφιερωμένη...

IV
Στ' αμπέλια που δεν έχουνε ηλικία κρύφτηκαν οι καλοκαιρινές μουεγκαταλείψεις. Ένας κυματισμός ονείρου τραβήχτηκε τ' άφησε κειδε ρώτησε. Στα κουφά δίχτυα τους το βόμβο στριφογύρισαν σμήνημέλισσες. Τα στόματα μοιάσανε στα χρώματα φύγαν μέσ' από τ' άνθη.Τα νερά πολύ πρωινά σταμάτησαν τη μιλιά τους νυχτερινή κι άθικτη.
Είναι για να μην ξέρεις πια τίποτε.
Κι όμως πίσω από τ' αγνοημένο αυτό βουναλάκι υπάρχει ένα συναίσθημα. Δεν έχει δάκρυα ούτε συνείδηση.
Δε φεύγει δεν επιστρέφει.

V
Ένα δίχτυ αόρατο συγκρατεί τον ήχο που αποκοίμισε πολλές αλήθειες. Ανάμεσα στα πορτοκάλια του δειλινού της γλιστρά η αμφιβολία. Φυσάει το αμέριμνο στόμα. Η γιορτή του κάνει να λάμπουν οι επιθυμητές επιφάνειες. Μπορεί να πιστέψει κανείς ως και τον εαυτό του. Να νιώσει την παρουσία της ηδονής ως μες στις κόρες των ματιών του.
Των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα. Και βρίσκουνε την παρθενική τους ασέλγεια μέσα στη διάφανη δροσιά της πιο νυχτερινής χλόης μου.

VI
Ένα ζαρκάδι τρέχει την κορυφογραμμή. Κι εσύ δεν ξέρεις τίποτεγι' αυτό είναι τόσο καθαρό το διάστημα. Κι αν μάθεις ποτέ η βροχήπου θα σε κατακλύσει λυπητερή θα είναι.
Φεύγα ζαρκάδι! Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν κορυφογραμμή.

VII
Παραμύθια γαλουχήσανε τη βλάστηση της ηλικίας αυτής που ανεβάζει τις νεραντζιές και τις λεμονιές ως την έκπληξη των ματιών μου.Τι θα ήταν η ευτυχία με το ακατόρθωτο σώμα της αν είχε μπερδευτείμες στις ερωτοτροπίες των χλωρών αυτών εκμυστηρεύσεων; Δυο χέρια περιμένουνε. Στον αγκώνα τους στηρίζεται ολόκληρη γη. Στηναναμονή τους ολόκληρη ποίηση. Πίσω απ' το λόφο υπάρχει το μονοπάτι που χάραξε η φρέσκια περπατηξιά της διάφανης εκείνης κόρης.Είχε φύγει μέσ' από το πρωί των ματιών μου (καθώς τα βλέφαρα είχανε κάνει το χατίρι του ήλιου τους) είχε κρυφτεί πίσω απ' τον ίσκιο της επιθυμίας μου - κι όταν μια θέληση πήγε να την κάνει δική της αυτή χάθηκε φυσημένη από στοργικούς ανέμους που η προστασία τους ήτανε φωτεινή. Το μονοπάτι αγάπησε το λόφο κι αυτός πια ξέρει καλά το μυστικό.
Έλα λοιπόν αλαργινή εξαφάνιση! Τίποτε άλλο δεν ποθούν περισσότερο οι αγκαλιές των κήπων. Στην αφή της παλάμης σου θ' αναγαλλιάσουν οι καρποί που τώρα μετεωρίζονται άσκοποι. Στο διάφανο στήριγμα της κορμοστασιάς σου τα δέντρα θα βρουν τη μακροχρόνια εκπλήρωση των ψιθυρισμένων τους απομονώσεων. Στην πρώτη σου ξεγνοιασιά θ' αυξήσουν τα χορτάρια σαν ελπίδες. Η παρουσία σου θα δροσίσει τη δροσιά.
Τότε θ' ανοίξεις μέσα μου τα ριπίδια των συναισθημάτων. Δάκρυασυνειδήσεων πολύτιμες πέτρες επιστροφές κι απουσίες. Κι ενώ θατρέχει ο ουρανός κάτω απ' τις γέφυρες των πλεγμένων χεριών μαςενώ οι πιο πολύτιμοι κάλυκες θα ταιριάζουνε στα μάγουλά μας θα δώσουμε το σχήμα του έρωτα που λείπει από τις οράσεις αυτές
Τότε θα δώσουμε
Στη λειτουργία των δυσκολότερων ονείρων μια σίγουρη παλινόρθωση!

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ

ΩΡΙΩΝ
α'
Συμβιβάστηκε με την πικρία ο κόσμοςΔιάττοντα ψεύδη αφήσανε τα χείλιαΗ νύχτα ελαφρωμένηΑπό το θόρυβο και τη φροντίδαΜέσα μας μετασχηματίζεταιΚι η καινούρια σιωπή της λάμπει αποκάλυψη
Βρίσκομε το κεφάλι μας στα χέρια του Θεού.

β'
Μια προσευχή μεταμορφώνει τα ύψη τηςΑλλάζει κοίτη ο χρόνοςΚαι γυμνούς από έγνοια επίγειαΣ' άλλα νοήματα μας οδηγεί
Πού είναι ο σφυγμός του εδάφους
Το αίμα στη μνήμη των προσώπων μας
Ο αυτούσιος πηγαιμός;

γ΄
Των φθαρτών δακρύων απόγονοιΚωπηλάτες των ματαίων λιμνώνΑφήσαμε το γήινο δέρμαΚαι στον ψίθυρο των δέντρων ψαύσαμεΤα λόγια μαςΓια τελευταία φορά
Τώρα στα μέτωπά μας γειτονέψανε άστρα!

δ'
Εικόνα ω! αναλλοίωτη
Φωτοχυσία
Ντύνεις κάθε μετέωρη έννοια
Που προσεγγίζει την ελπίδα μας
Προς την αταραξία
Εκεί το ερωτηματικό που μας αποχωρίζεται
Είσαι παντού ΜοιράζεσαιΤις σκοτεινές μας άρπεςΆϋλο περίβλημα.

ε΄
Φύγαν τα μάτια μας αλλά προπορεύονταν οι ψυχές μαςΣτη συνάντησή τους μες στους ουρανούςΈλαμψε καθαρή στιγμήΤρεμούλιασμα εναγώνιοΤο πιστό καθρέφτισμα των σωθικών μας
Πιο ψηλά
Στην ενωμένη μοναξιά των άστρων της
Θρονιάζεται η Γαλήνη
Γιατί την απαλλάξαμε από το κορμί μαςΓιατί την εξαντλήσαμε από τις ελπίδες μαςΓιατί της φέραμε τάμα την Ιδέα μας
Ξαναγεννάει αισθήματα.

ς'
Μέσα μας αναλύθηκεν η ΣιωπήΟ αρχάγγελός της άγγιξε τα μύχια
Σ' ακατοίκητο χάος κύλησε τη μνήμηΌταν εχαρισθήκαμε σε μιαν απίστευτη όχθη

Όχθη των ελαφρών σκιών
Ονειρεμένη άλλοτε από δάκρυα
Τα χρυσά στίγματα μας κοίταξαν
Τόσο που αποσπασθήκαμε απ' το βάρος μας
Όπως αποσπασθήκαμε απ' την αμαρτία!


ζ'

Νοητή λάμψη
Κυανό διάστημα
Κάθαρση της ψυχής!
Σαν να 'λειψε ο επίγειος θόρυβος
Σαν να σταμάτησε η κακία της μνήμης
Καθαρό πάλλεται
Το καινούριο μας όνειρο
Μας τραβάει απ' το χέρι αόρατο χέρι
Όπου Γαλήνη γίνεται ο αθώος ουρανός Όπου η Ψυχή ελέγχεται αναλλοίωτη.
ΕΠΕΤΕΙΟΣ
...even the wearist river
winds somewhere safe to sea!

Έφερα τη ζωή μου ως εδώΣτο σημάδι ετούτο που παλεύειΠάντα κοντά στη θάλασσαΝιάτα στα βράχια επάνω, στήθοςΜε στήθος προς τον άνεμοΠου να πηγαίνει ένας άνθρωποςΠου δεν είναι άλλο από άνθρωπος
Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινεςΣτιγμές του, με νερά τα οράματαΤης ακοής του, με φτερά τις τύψεις τουΑ, Ζωή
Παιδιού που γίνεται άντραςΠάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιοςΤον μαθαίνει ν' ανασαίνει κατά κει που σβήνεταιΗ σκιά ενός γλάρου.

Έφερα τη ζωή μου ως εδώΆσπρο μέτρημα μελανό άθροισμαΛίγα δέντρα και λίγαΒρεμένα χαλίκια
Δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωποΠοιο μέτωπο
Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πιαΚανείς δεν είναιΝ' ακουστεί ένα βήμα ελεύθεροΝ' ανατείλει μια φωνή ξεκούραστηΣτο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφονταςΌνομα πιο γλαυκό μες στον ορίζοντά τουςΛίγα χρόνια λίγα κύματαΚωπηλασία ευαίσθητηΣτους όρμους γύρω απ' την αγάπη.

Έφερα τη ζωή μου ως εδώΧαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει- Όποιος είδε δυο μάτια ν' αγγίζουν τη σιωπή τουΚι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμουςΑς θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιουςΠιο κοντά στο φως
Υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα -Μα εδώ στο ανήξερο τοπίο που χάνεταιΣε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανέλεηΜαδά η επιτυχία
Στρόβιλοι φτερώνΚαι στιγμών που δέθηκαν στο χώμαΧώμα σκληρό κάτω από τ' ανυπόμοναΠέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγοΗφαίστειο νεκρό.

Έφερα τη ζωή μου ως εδώΠέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείοΠιο πέρα απ' τα νησιάΠιο χαμηλά απ' το κύμαΓειτονιά στις άγκυρες- Όταν περνάν καρίνες σκίζοντας με πάθοςΈνα καινούριο εμπόδιο και το νικάνεΚαι μ' όλα τα δελφίνια της αυγάζ' η ελπίδαΚέρδος του ήλιου σε μι' ανθρώπινη καρδιά -Τα δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνεΜΜια μορφή από αλάτιΛαξεμένη με κόποΑδιάφορη άσπρη
Που γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών τηςΣτηρίζοντας το άπειρο.



ΔΙΟΝΥΣΟΣ
α΄
Με δάδες που ξενύχτησαν μες στις οργιάζουσες πλαγιές των ξανθών
ορχηστρίδωνΚαι με γαλάζιους σταλακτίτες που μεγάλωσαν μέσα σε παραμύθια με
ύαινεςΑντάμα με χλωρές επαύλεις που ανοίγονται στο γέλιο τους και δε
βρίσκουν πρωίΜα όλα τα πυροφάνια τις τρελαίνουν στέλνοντας τις οπτασίες τους
άθικτες
Μαζί με τις υδρίες των όρθρων που συμπερπατούν φωτοσκιασμένες με ήλεκτρο
Και με τους πέπλους των ξεχτένιστων ελπίδων που ατενίζουν τον εαυτό τους πέρα στις μεταβλητές θωπείες των οριζόντων
Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας
Σαν άσπρες ξεγνοιασιές ανεμόμυλων οι ώρες έρχονται που αγάπησαν
τις ώρες μας
Με βήμα τελετουργικό σε λυγερή προϋπάντηση Μαρτίων οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας!

β'
Ποια φωτοστέφανα ειδυλλίων! Ζαρκάδια φύγετε απ' εδώ φύγετε απ' την ευθυμία του καταρράκτη
Που σπάζει όλο τον ήχο του τσαγρίζοντας τα μέτωπα των εσπερίων παρθένων
Ουράνια τόξα πλεύσετε μες στους κρυστάλλους και τους ουρανούς που έστειλαν ως εδώ κεχριμπαρένια πλοιάρια
Είναι μια μαγική φωτιά που ανοίγει τα ριπίδια των βουνοπλαγιών μέ- σα στα εμβρόντητα ταξίδια μας
Είναι μια χαίτη που κεντρίζεται απ' την τυχερή κατηφοριά των λαγ- καδιών μιας νεότητας
Γυαλίζοντας τις αιχμηρές ματιές μας όταν αναφλέγονται οι χιτώνες
όλοι της εκστάσεως
Όταν οι μνήμες εκπυρσοκροτούν και βγαίνουν από τα μικρά παράθυ- ρά τους υάκινθοι
Κυανοί και μυοσωτίδες με μικρούς ιβίσκους όλους χάρη όταν προ- σηλώνονται
Στις ρέουσες πεδιάδες που γητεύουν τα σουραύλια μεθυσμένων επι- θυμιών
Στα μεγάλα τόξα των μεγάλων θριαμβευτών δάσους εφήβου.


γ΄

Έλκηθρα δίδυμα σύρετε πυρσούς μέσα στο ανώνυμο τάνυσμα της ατμοσφαίρας
Σκούνες γοργές του πόθου εξιστορήσετε το πέλαγος με ρόχθο και άνεμο
Μάγουλα των νυμφών νιφτείτε όλη την άνοιξη ανασαίνοντάς την.
Κατά δω θα πνεύσει μια αιωνιότητα!
Σ' όλες τις κρήνες σ' όλες τις πηγές μια ιαχή θρυμματισμένη ξαναε- νώνεται
Ιαχή ζωής όλη ελιγμούς μέσ' από τις δροσιές ως την ηχώ της που σαλπίζει
Στα πεζούλια των άστρων το γενναίο σύναγμα των ασπίλων χεριών
Των χεριών μας που έπλασαν με φως από καρδιά το ιδεατό τους σκίρ- τημα...
Ω! σαν μας ντύσουν οι ώρες το δικό τους ρίγος κι υψωθεί απ' τον τέ- τοιον ύμνο το ενθουσιασμένο παρανάλωμα
Των κορμιών που κερδίζουν το αίμα τους σκύβοντας ολονυχτίς στις ρίζες της Χίμαιρας!


δ'

Σαν τις φρεσκοχυμένες οπτασίες που στίλβουν την πολύεδρη τύχη των κυνηγητών τους μες στο ξάγναντο
Κι αφήνουν τα μαλλιά τους διθυραμβικά να πλέκονται μες στις λατά- νιες φεγγερών στοών
Σαν φρούτα σπάνια που γιορτάζουνε το χνούδι του πιο χλοερού των θριάμβου
Σπινθηροβολώντας στις παλάμες γυναικών που ωράισαν τη διαύγεια
Σαν μύθοι που έσπασαν τις πύλες των βουβών ανακτόρων τους βοών- τας μια καινούρια αλήθεια
Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας
Μ' ανοιξιάτικα χείλια και χορδές πτηνών που βγαίνουν απ' το σφρί- γος τους
Χαράζοντας μια λεία καμπύλη στο κενό οι ώρες έρχονται που αγάπη- σαν τις ώρες μας...
Κι είν' όλος τους ο αιθέρας ποίημα που πλαταίνει κι ανοίγεται
Σαν η πρώρα του ύπνου μπαίνει στη ζωή που ορέγεται άλλη ζωή
Σαν οι κόλποι ανοίγουνε κρυφό σφυγμό κι από τον κάθε χτύπο τους
ένα κορίτσι βγαίνει τραγουδώντας μύρτα
Τραγουδώντας μες στα τούλια των χρωματιστών ανέμων α! υπάρξεις περιούσιες...

ε΄

Πυρρόξανθο μαστίγωμα! Πούπουλα εκτυφλωτικά σαν στροβιλίζον- ται μέσα στ' αλώνια
Κι ο άνεμος τα λυμαίνεται με θημωνιές που κρύβονται από τη μονο- μαχία του ήλιουΌταν αρχίζει στα ξανθά κεφάλια των πρωτόβγαλτων περιπετειών
Εκρήξεις - όταν οι βηματισμοί των πόθων φλέγονται τραντάζοντας τις θυμωμένες γέφυρες
Κι όλος ο κόπος στάζει σε διαμάντια
Κι όλος ο κόπος πέφτει από τη δόξα ημέρας που εγνώρισε το αχόρταγο ξεδίπλωμα της νεότητας...
Αίμα στην πράξη αυτή! Αίμα στις πράξεις μας - στις καυτερές αφές του γήινου κόσμου αίμα!
Γιατί πετάξαμε μιαν αγκαλιά φλοιούς με χαραγμένα ονόματα στην αμ- μουδιά που ελπίζει πάντα
Γιατί λασκάραμε όλα μας τα χαλινάρια κατακτώντας τις νωπές κοιλά- δες της νοτιάς
Γιατί τρεμίσαμε τα βλέφαρα της κάθε μας συγκίνησης μέσα σε παν- δαιμόνιο βόμβων και χρωματισμών
Πιστέψαμε τα Βήματά μας - ζήσαμε τα Βήματά μας - είπαμε τα Βή- ματά μας άξια!

ς'
Μόχθος περιστεριών οι πλάτες της ημέρας γέρνουν στην ευδία του
ήλιου τους
Σύγκορμα τρέμουν τ' απαράμιλλα πουλιά στα λατρευτά ροδάκιναΕίναι το φως που ενστερνισθήκανε και τ' ανυψώνει ως τις καρδιές μιας
ύπαρξης που αλλάζει
Όλους τους δρόμους των ζέφυρων προς τα εκεί που φλέγονται τα αι- σθήματα
Που όλα τα στήθη σφίγγουν τις εικόνες τους ακατανίκητα έπαθλα μιας
καθαρής ζωήςΚι είν' η μεγάλη προσμονή σπόρος που σκίζει όλο το χώμα για να βρει
την άνοιξη
Άπλωμα δύναμης βαθιά κι ως τ' άστρα που αγναντεύουν!Α τα γυμνά κορμιά στ' αετώματα του χρόνου χαραγμένα - οι κύκλοι
των ωρώνΠου ήβραν τις ώρες μας και πάλεψαν σώμα με σώμα ώσπου να λάμψει
ο Έρωτας
Ο Έρωτας που μας παίρνει και μας ξαναδίνει σαν παιδιά μες στην πο- διά της Γης!

ζ΄

Κι αύριο είναι πρωί - μα εμείς σήμερα θα καλπάσουμε προς τις κρυψώνες του ήλιου
Με χρυσές μπρατσέρες θα 'βγουμε στον κίνδυνο πιο πέρ' απ' τ' ακρω- τήριο της καλής ανταύγειας
Προς τις σπαθωτές φιλίες των υποσχέσεων που έστησαν κιόσκια μες στη μέση της χαράς
Υψώνοντας τις φλόγες των σαν τ' αλαφριά κορμιά της καλοσύνης
Θα ξαφνιάσουμε τις θαρραλέες σφενδόνες του οίστρου μιας ωκεανο- πορίας
Χτυπώντας τις παλάμες μας ώσπου ν' ακούσ' η Γη κι ανοίξει όλα τα πέ- ταλα των μυστηρίων της
Κι αύριο είναι πρωί - μα εμείς σήμερα θα προσφέρουμε τις ώρες μας προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλαση
Κι ας παν τα τραύματα της λύπης σ' άλλο μούχρωμα - σ' άλλον λι- μναίο καθρέφτη να σωπάσουν
Ας κρυφτούν οι κύκνοι των ευαισθησιών μες στη χλωρίδα μιας ψιθυ- ρισμένης οάσεως
Τα οργώματα της λεβεντιάς είναι για θούρια πρασινάδας λυγισμένης με άνεμο και λόγο!

ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ
Les temps est si clair que
je tremble qu'il ne finisse...
ANDRE BRETON
Στον Ανδρέα Εμπειρίκο
ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ
α΄
Θυμώνει ο ήλιος, ο ίσκιος του αλυσοδεμένος κυνηγάει τη θάλασσαΈνα σπιτάκι, δυο σπιτάκια, η φούχτα που άνοιξε από τη δροσιά και
μυρώνει τα πάνταΦλόγες και φλόγες τριγυρνούν ξυπνώντας τις κλειστές πόρτες
των γέλιων
Είναι καιρός να γνωριστούνε οι θάλασσες με τους κινδύνουςΤι θέλετε ρωτά η αχτίδα, και τι θέλετε ρωτά η ελπίδα κατεβάζοντας
τ' άσπρο της ποκάμισο
Μα ο άνεμος στέρεψε τη ζέστη, δυο μάτια σκέπτονταιΚαι δεν ξέρουν που να καταλήξουν είναι τόσο πυκνό το μέλλον τους

Μια μέρα θα 'ρθει που ο φελλός θα μιμηθεί την άγκυρα και
θα κλέψει τη γεύση του βυθούΜια μέρα θα 'ρθει που ο διπλός εαυτός τους θα ενωθείΠιο πάνω ή πιο κάτω από τις κορυφές που εράγισε το αποψινό
τραγούδιΤου Έσπερου, δεν έχει σημασία, η σημασία είναι άλλου

Ένα κορίτσι, δυο κορίτσια, γέρνουν στα γιασεμιά τους κι αφανίζονταιΜένει ένα ρυάκι να τα εξιστορήσει μα έσκυψαν να πιουν εκεί
ακριβώς οι νύχτεςΜεγάλα περιστέρια και μεγάλα αισθήματα καλύπτουν τη σιγή τους
Φαίνεται πως το τέτοιο πάθος τους είναι ανεπανόρθωτοΚαι κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τουςΣπανίζουνε οι παγίδες, άστρα γνέφουνε στους εραστές τα μάγια τουςΌλα σκιρτούνε, συσπειρώνονται - ήρθε φαίνεται πια η αθανασίαΠου ζητάνε τα χέρια σφίγγοντας τη μοίρα τους που άλλαξε σώμα
κι έγινε άνεμοςΔυνατός - η αθανασία φαίνεται ήρθε.

β'
Υπερήφανα χόρτα, ο φίλος έχασε το φίλο του, όλα εκεί αναπαύονταιΜια σκληρή φωνή κατοίκησε σ' αυτή την πεδιάδαΜια βουλιαγμένη σαύρα σύρθηκε στην επιφάνειαΕσείς που ήσαστε όταν κόπηκε ο λαιμός μιας τέτοιας μέραςΠου ήσαστε, φύλλα με φύλλα, σιγοπερπατάει ο κόσμοςΣκάζουν τα φρούτα στο κατώφλι ενός λυγμούΚανείς δεν αποκρίνεται
Ω μεθυσμένο μονοπάτι που έψαξες έψαξες την τρυφερότηταΣτα δάχτυλα του κόπου και σε τρόμαξαν οι αυγές που χάραζανΡιψοκινδυνεύοντας το φως τους τυλιγμένο δάσος κάτω απ' τη σιωπή.
Μήτε ριγμένα ζάρια δεν ξαμώνουν κατά τέτοιο τρόπο την έμπνευσηΜήτε στυμμένοι θόρυβοι δεν εξαντλούνε κατά τέτοιο τρόπο
την πνοή
Πολύχρωμα φουγάρα πέμπουνε την άπιαστη μελαγχολία τουςΣτις αψίδες που τρέμουν, τρέμουν τα πουλιά επιδίδονται
στο μέτρημα των ονείρων τους
Ακούγεται η κωπηλασία στην τέφρα που άφησε σημάδια νεότηταςΚαι κανείς δεν ξέρει από που ανοίγει αυτό το στήθοςΚαι κανείς δεν ξέρει από πότε άρχισε να ζειΣτις σγουρές αγωνίες τους νιώθουνται οι φωνές αποκεφαλισμένεςΠου τρυπούνε το έδαφος πύρινα κλαδιά μιας πολιτείας υδάτινης

Ω Γαλήνη που λύνεσαι, ρευστή παρουσία στις κόρες των ματιώνΣτις άρπαγες του ύπνου στα μελίσσια των χωρών της θύμησης!

γ΄
Πιο μακριά πολύ μακριά το πράο τραπεζομάντιλο - η συνάντησηΚαλημέρα ποταμάκι μου, είμαι μονάχος, είμαστε κι οι δυο
μονάχοι μας
Τα κρύσταλλα ευωδιάσανε, τώρα μας λείπει μόνο ένα καράβιΈνα μαντίλι μόνο για να διαγνώσουμε το τέλοςΓιατί τόσους φακέλους έλαβα γεμάτους σύννεφα και θύελλεςΠου διψώ ένα στόμα να μου πει: ουρανός, και να πλεύσουμε μαζί στο δέλτα των ελπίδων...

Έτσι θα βγούμε απ' το μυαλό μας, οι κισσοί μεγάλωσαν τους τοίχους
του απογέματοςΜε άμμο βαφτίστηκαν τα λόγια στις καρίνες βάφτηκαν κατράμι
έτοιμαΝα σαλπάρουν αν τους πει ο Έρωτας - τα λόγια

Ω ποταμάκι ποταμάκι, καλημέρα του ήλιου απάνθισμα της εξοχήςΚατά που θαυμάζεται ο άνεμος πες μου κατά που ξεχύνονται
οι κελαηδισμοί
Ποια όχθη αρέσουν, σήμερα είμαι νέοςΕίμαι καλός ως τις πηγές του γέλιου μου, εκτοξεύω χίμαιρεςΡιπίδια δυσανάγνωστα, τεφτέρια κάτασπρα καμωμένα γι' αγγέλουςΚι από κάθε αδιαφορία σέρνεται μια ξεσχισμένη ευχήΠου μαζεύω - σήμερα είμαι νέος, αυτό μου αρκείΑυτό μου δίνει το αίμα μου πιο κόκκινο, ένα χελιδόνι κόκκινο
ένα γράψιμο κόκκινοΘα 'ρθουν πολλές γυναίκες να το μοιραστούν ώσπου να γίνουν
διάφανες
Θα 'ρθουν πολλές ματαιότητες για να τις μοιραστούνεΗ εύθυμη φασαρία μοιάζει ατέλειωτη, σπίθες αγγίζουν τα μετέωρα
μέτωπα
Κι όλο το μυστικό αληθεύεται σιγά σιγά, γλυκά γλυκά γίνεται μέραΣώμα ζωντανό, ύπαρξη, άνθρωπος.

δ'
Ποιο μέταλλο να είν' αυτό που κρυώνει τα μάτια ποια χαμένη
νεότηταΠου μαζεύει το έλεος λίγων στιγμών σε μια κλωστή ασυγκίνητη -
ποια να 'ναι
Δέντρα σώπασαν, πέτρες μοιάσανε στις πέτρες, καβαλάρηδες έφυγανΨάχνουν τα μάνταλα μιας άλλης πύλης μα ποια να 'ναι αυτήΣε ποιο καρδιόχτυπο άραγε να βρίσκεται, κλείνουν οι ελπίδες
τα παράθυρα, βραδιάζει ο πόνοςΠοιος είναι εδώ, κανείς δεν είναι - χώμα ηχολογάει το χώμα
Κι όμως πρέπει να βρει ένα νόμισμα η ζωή
Αφού δεν είναι ο έρωτας, αφού δεν είναι ο έρωτας
Ο έρωτας ποιος είναι - η ζωή μετριέται με σφυγμούς, η χαρά
με απέλπιδες χειρονομίες
Μύλοι απάνω στις κορφές άσπρισαν τα ταξίδια τουςΗ ζωή μετριέται με παλμούς, πάλλεται η λυμένη ζώνη της εσπέραςΦεγγίζουν γοητείες στα μάκρη, μια βαρκούλα χάνεται
ευχαριστημένη
Κανένα κύμα δεν κρατάει στο στήθος του κακίαΟι άνθρωποι μοιάζουν, παρομοιάζουνται με τις κραυγές των φάρωνΦεύγουνε για να παν αλλού και βγαίνουνε στη θάλασσαΠοια θάλασσαΝα 'ναι αυτή που δε θυμάται τις λευκές στιγμές της μα ξαναμασάει
τα λόγια τηςΛύπες που γίνανε σεντόνια και χτυπούν στον άνεμο για να
στεγνώσουν, και ξαναχτυπούν στον άνεμο για να 'ναι οι γλάροιΔίπλα τους, στο πλευρό τους, ποιες να είν' αυτέςΠοιος κόπος ήμερος, ποια σπασμένη ενότητα, ποιος θρήνος
Ω χαρά τραυματισμένη, μιας στιγμής χωρητικότητα που κλονίζειαιώνες!

ε΄
Είναι κοντά η πτυχή του ανέμου που θροεί τον γαλάζιο της
περιστερεώνα - η χυμώδης πτυχήΠου ζυγίζει στο χνούδι της ερεθισμένες αιώρεςΌταν τα γέλια μυτερά σπάνε τα τσόφλια της αυγής αγγέλνοντας
το ηλιόβγαλμα
Κι όλο το πρόσωπο της γης λάμπει από μαργαρίτεςΌχι, δεν είναι σήμερα η στερνή μας λέξη, δεν τελειώνει ο κόσμοςΔε λιώνει σήμερα η ελπίδα μου, με χλωρά σπαρτά γεμίζει τις φωλιές των ήχων

Εύθυμα στόματα φίλησαν κορίτσια, στα κεράσια κρέμασαν
την ηδονήΔέντρα μεγάλα στάζουνε ήλιο είναι άκακα και σκέπτονται
σαν ίσκιοι που τρέχουνεΓια κάτι ωραίο - σήμερα είναι ωραίο το προβαλλόμενο όραμα

Δροσερό μεσημέρι αφησμένο σαν βάρκα που έπλευσε όλο πάθοςΣτοιβαγμένη τραγούδια και σινιάλα που τρέμουν σαν βουνοκορφέςΜακριά μακριά είναι οι μαρμάρινες επαύλεις των γυμνών γυναικώνΗ καθεμιά τους ήτανε άλλοτε σταγόναΗ καθεμιά τους είναι τώρα φωςΠερνούνε το φουστάνι τους όπως περνά η μουσική στους λόφους
το στεφάνι της
Και ζούνε μες στον ύπνο τους κισσούς που ζώνουνΜακριά μακριά είναι οι καπνοί των λουλουδιών οι οριζόντιες λίμνες
των ναρκίσσων
Τιμονιέρηδες κεφάτοι οδηγούν εκεί τα σκάφη των γοητειώνΓερμένοι στο 'να τους πλευρό - τ' άλλο τους είναι θαλερός τόπος
ευωχιώνΤόσες δα μέλισσες και τόσες δα κλεψύδρες ιστορούνε κι υφαίνουνε
το ανθρώπινο είδος

Σ' ένα πελώριο διάστημα χύνεται το φως
Γεμίζει οράματα γλυπτά κι είδωλα φέγγους
Είναι τα μάτια πια που κυριαρχούν - η γη τους είναι απλή και
κορυφαίαΚαλοσύνης κοιτάσματα ένα ένα, σαν φλουριά κομμένα μες
στον ήλιο
Μες στα χείλια, μες στα δόντια, ένα ένα τ' αμαρτήματαΤης ζωής, αγαθά ξεφλουδισμένα.

ς'
Νυχτερινό υφαντούργημα
Των κρίνων φλοίσβος που γυμνώνει τ' αυτιά και διασκορπίζεται
Νιώθω στους ώμους της ζωής το σκίρτημα που βιάζεται ν' αδράξει
το έργο
Νιότη που θέλει άλλη μια ευκαιρία αιωνιότηταςΚαι στην εύνοια των ανέμων ρίχνει το κεφάλι της αδιαφορώντας

Υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα, μουσική που κυριεύει
στόμα που ανοίγει
Σ' άλλο στόμα - κόκκινο παιγνίδι κλαδεμένο απ' τον ίλιγγοΑκόμα ένα φιλί και θα σου πω για ποιο σκοπό τις σιωπές μου μάτωσα
έτσιΑκόμα ένα χιλιόμετρο και θα σου δείξω γιατί βγήκα σ' ένα τέτοιο
αγνάντεμα
Όπου παθαίνεται ο λυγμός ζητώντας άλλ' αστέριαΨάχνοντας με φθαρτές χειρονομίες την άμμο που άφησαν
ανασκαμμένη των ερώτων οι σπασμοί

Δόθηκαν τα φτερά στα δευτερόλεπτα
Φεύγει ο κόσμος, άλλος έρχεται, στην παλάμη του διαβάζει ρόδα
και γιορτέςΦεύγει ο κόσμος, είμαι σ' ένα κύμα του, εμπιστεύομαι όλος
στη φορά τουΜέτωπα φέγγουν, δάχτυλα ερευνούν τον ύπνο που πιστεύουνε
Μα ποια βουή, ποιο σπήλαιο είναι αυτό που καλεί την αγνότηταΓλάρου στιγμή οριζόντια επάνω από τα πάθη, βάρκα ευτυχισμένη ορμητήριο αναπάντεχο

Θα βγω στις άσπρες πύλες του μεσημεριού χτυπώντας με λαλιές
τα γαλανά αναστάσιμα
Κι όλα τα κρύα νησιά θ' ανάψουν τα μαλλιά τους για να σεργιανίσουνΜε αθώες φλόγες και με βότσαλα τα ερωτικά πελάγηΘα μηνύσω στα γυμνά καλοκαίρια την πιο σίγουρη στιγμή
της πλώρηςΠου χαρούμενη σχίζει τις υγρές ελπίδες των απλών καλών
ανθρώπων.


ζ΄

Στην άγνοια ξεκουράζεται ο ουρανός
Στην κουπαστή του ύπνου ο άνθρωπος
Τυχερός αιχμάλωτος μιας φλόγας που αθωώνεται γράφοντας
τ' αρχικά της στο σκοτάδιΑπλωμένο σ' άλλον κόσμο των κλειστών βλεφάρων προνομιούχο

Πιο κοντά στην κλειδαριά
Μεγάλου μυστικού που ανύποπτο σαλεύει προς τη λύτρωσηΕφαρμόζει ο πόθος τις εικόνες του, ζωή που υπάρχει σ' άλλη
ζωήΑίμα που τρέχει από τα μάτια μου, στις πράξεις των ηρώων του
(άστρο εχέμυθο)Και τρέμει ο μόχθος των χεριών μου, υψώνεται ως τα χρώματα
του θυρεού της λήθηςΒλέπω το γέλιο που έγραψε τη μοίρα τουΒλέπω το χέρι που έδωσε το ρίγος τουΚαι τυλίγομαι σύννεφα που εύκολα ξεδιαλύνει μια φτυαριά ουρανού
καθάριου.

Έμπιστο φως ξαναγεμίζεις το άλσος μου, έτοιμος είμαι στο προσκάλεσμά σου
Είμαστε δυο, και παρακάτω η ακροθαλασσιά πάλι με τις πιο
γνώριμες κραξιές των γλάρων
Όπου κι αν βάλω πλώρη εδώ αράζω, το σκοτάδι με χρωστάει στο φωςΗ γη στη θάλασσα, ή φουρτούνα στη γαλήνη

Κρεμασμένος απ' τα κρόσσια μιας αυγής που εξάγνισε τα νύχτια
παρελθόνταΓεύομαι τους καινούριους ήχους, άθλους της δροσιάς που επίστεψαν
στα δέντρα
Μια χλωρή παρουσία προχωράει στις ρίζες της κι αποκτάει τη μέραΣαν καρδιά που μπαίνει πια στη θέση τηςΣαν γυναίκα που νιώθει πια τα νιάτα τηςΚαι χαρίζει ανοίγοντας τους κόσμους των ματιών της ηδονή
ανεξάντλητη
Μέρα ξανθή, του ήλιου ανταμοιβή και του Έρωτα.

ΣΠΟΡΑΔΕΣ

ΕΛΕΝΗ
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίριΜουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιέςΌλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!Κατά που θ' απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια
ο καιρόςΚατά που θ' αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές
ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μαςΚι είμαστε - σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη -Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ' τις νεκρές εικόνες σου.

Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Μια που υπάρχει άλλου ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ' από το γέλιο σου ως τον ήλιο
Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε πάλι
Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ' αντιμετωπίσουμεΠαρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ένα θολό συναίσθημα
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν κι απομακρύνονται

Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα
του μεγάλου ρολογιού στον τοίχοΓιατί έγινε κιόλαςΠοίημα στίχος μ' άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα
και λόγιαΛόγια όχι σαν τ' αλλά μα κι αυτά μ' ένα μοναδικό τους προορισμόν:
Εσένα!


ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ
Χαράζεται η φωνή μες στον τρεμάμενο άνεμο, και μες στα κρύφιαδέντρα του εσύ αναπνέεις
Είναι ξανθή κάθε σελίδα του ύπνου σου κι όπως κινάς τα δάχτυλασου μια φωτιά σκορπίζεται
Μέσα σου με παρμέν' από τον ήλιο αχνάρια! Και ούριος πνέειο κόσμος των εικόνων
Και η αύριο δείχνει ολόγυμνο το στήθος της σημαδεμένο απότο αναλλοίωτο άστρο
Που νυχτώνει το βλέμμα καθώς όταν πάει να εξαντλήσει έναστερέωμα
Ω μην ανθέξεις πια στα βλέφαρα
Ω μη σαλέψεις πια μέσα στους θάμνους του ύπνου
Ξέρεις ποια ικεσία στα δάχτυλα το λάδι ανάβει που φρουρεί
τις πύλες της αυγής
Ποιο δροσερό φανέρωμα θροΐζει μες στην προσδοκίαη χορταριασμένη ανάμνηση
Εκεί που ελπίζει ο κόσμος. Εκεί που ο άνθρωπος δε θέλειπαρά να 'ναι ο άνθρωπος
Μόνος του και χωρίς καμιά Ειμαρμένη!

ΕΛΙΓΜΟΣ
Στα μαβιά κρόσσια της οδύνηςΣτ' αγάλματα της αγωνίαςΣτις υγρές σιωπέςΥπάρχει ένα πρόσωποΤόσο πολύ βγαλμένο από τα δάκρυαΤόσο ακατανόητο
Τόσο ζεστό στο χέρι που του γνέφειΈν' άλλο πρόσωπο
Μια οπτασία με πυρσούς που σχίζει την ερήμωσηΚαβάλα η νύχτα στις οροσειρές τηςΜε άστρα σαν νοήματα που σφεντονίστηκανΆλλοτε απ' την παιδική τους ηλικίαΚαι δίνουνε το κατευόδιο της ζωήςΕπάνω στις ανηφοριές του οίκτου.

Υπάρχει
Μια τρυφερή καμπύλη που χρωστά στον πόνο
Την περιπέτεια της φωτοχυσίας τηςΈνας φακός που ενώνει τ' αμαρτήματα
Σαν ύπτια σπλάχνα που 'ριξεν η τύχηΕκεί
Ένας καλός απ' τη σκιά που τον μαγεύει τοίχοςΚάνει γωνία πριν από το κλάμα
Ύστερα φτάνουν οι κορμοστασιές του ολέθρουΔέντρα με μόνη επίπλωση τα δάχτυλα τουςΜε μόνη πίστη την ξεριζωμένη τους λαλιάΕίναι καλό να μη μιλάν εκείνοι που έζησανΟι άλλοι βαστούν στα χέρια οιμωγέςΤρέχοντας πέρα σαν αβάφτιστες φτερούγες

Έζησαν
Ένα πηγάδι ανοίγει φόβους έπειτ' από κάθ' ελπίδα τουΓιατί να τρέμει αυτό το σύρμαΤούτο το πουλί ποιο βλέμμα να τροφοδοτείΤι θέλουμε
Υπάρχει
Ένα σβησμένο πρόσωπο σε κάθε αυλαία λήθης.

ΕΥΑ
Αφήνεσαι με κύμα στη σιωπή
Που ερημώνει την κατοικημένη ελπίδα μου

Ένα δασάκι πλάι στη φωτιά
Στοίχημα των νυχτερινών ανέμωνΈνα βηματισμό σκιάς στην όχθη της ΧίμαιραςΈνα δωμάτιο
Δωμάτιο των απλών ανθρώπωνΈνα μυστικό
Πλυμένο κι απλωμένο στη ματιά που θέλγει

Στη ματιά σου ή στο ύψος του ήλιου τηςΌλος μου ο βίος γίνεται μια λέξη
Όλος ο κόσμος χώμα και νερόΚι όλες οι φλόγες των δαχτύλων μουΒιάζουν τα χείλη της ημέραςΚόβουν στα χείλη της ημέραςΤο κεφάλι σου
Αντιμέτωπο στη μοναξιά του ονείρου.

ΑΙΘΡΙΕΣ
Τα μυρισμένα χείλη της ημέρας φιλούσι το αναπαυμένον μέτωπον της οικουμένης... ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ
Ι
Όνομα δροσερό σαν να μεγάλωσε στο πέλαγοςΉ να 'ζησε με μια γαλάζιαν άνοιξη στα στήθια
Φέρνει σιμά τον κόσμο. Κι είναι η μέρα
Που άρχισε από μέσα της η ενδόμυχηΑνατολή που ξέχασε τα δάκρυα
Δείχνοντας μες στους χώρους των ματιών
Γήινα θρύμματα ευτυχίας.

II
Ουρανός καθαρόαιμοςΔάχτυλα που τα πήρε ρυάκιΠερασμένο απ' τον ύπνο
Στα χλωρά δαφνόφυλλαΓυμνή κείτεται η μέρα.

III
Η στιλπνή αίσθηση παίρνεται στα μάτιαΎλη ξεσηκωμένη από το χώμαΕπίπεδο του επάνω ανέμουΩ ταξίδι ευφρόσυνο
Κάθε στιγμή πανί που αλλάζει χρώμα
Και κανείς
Κανείς ίδιος
Στο απαράλλακτο διάστημα.

IV
Χρυσίζει ο κόπος του καλοκαιριού η δίκαιηΤου ήλιου υπόσταση. Να στάχυαΠρόσωπα γυμνάΚαμένα στο αίσθημα!
Κι ο κάμπος κυματίζει ο ΈρωταςΚυματίζει ο κρύφιος κόσμος
Καθαρός ύμνος του βίου.

V
Τα κορίτσια που πάτησαν τα λίγαΛόγια μεγαλωμένα του ήλιουΓέλασαν! Και ποια κίνησηΣτις άσπρες πασχαλιέςΣτις φυλλωσιές που ανίδεεςΣκέπασαν τις κακές πράξεις των ίσκιωνΤις κρυφές γαμήλιες σταλαγματιές
Όνειρα νιόνυφα! Δεν τ' απαρνιέται ο χρόνοςΚαι στο χνούδι του βρίσκουν την εικόνα τους.

VI
Λιγοστεύουν στα μάτια οι στέγες των πουλιώνΦως πάλι φως η ψυχή που μάχεταιΥπερήφανη κλαγγή μακριά του κόσμουΌπλο και σφρίγος
Κι η αλήθεια η φούχτα του νερούΚαθαρού πριν απ' τη δίψαΣτο άπειρο.

VII
Το σταφύλι αυτό που δίψασε η ψυχήΓεμισμένη απτόητο άνεμοΗ θητεία του καλοκαιριούΣτα πεύκα και στα κύματαΈνας έρωτας άσπρος και γλαυκός
Με γυμνές ώρες
Που κρατάν στα δάχτυλα την ύπαρξηΚυματιστήΞεφυλλισμένηΕλεύθερηΣαν φωςΣτα πλατιά ενδόμυχα δώματα.

VIII
Μια ιππασία στα σύννεφα
Μια κάμαρη όπου γδύθηκε κορίτσι αγαπημένοΈνα μπουκέτο ημέρες ύστερ' από τη βροχήΟ ήλιοςΕγώ
Που έσκαψα τόσες νύχτες για να τον ξαφνιάσω
Δίνοντας μια σπρωξιά στην αναμφίβολη
Ευτυχία

Ναι το εαρινό απόσπασμα
Μου αφήνει την καρδιά
Μου αφήνει τη γοητεία
Να νιώθομαι πάντοτε αλλού ενώ γερνώ εδώ πέρα
Ω! λυγισμένη ευωδιάΚλωνάρι κρύο παιδί νερούΑγαθό μονοπάτι.

IX
Κύκνοι σαλεύουν τα πηγαία ονόματα της ώραςΏρες κεντούν τα χέρια μου στη χαραυγήΣαν τόξα που σκιρτούν σε κάθε διάβα χίμαιραςΚαι παίζουν όπως παίζωΚαι γλιστρούν
Οι ελπίδες έρχονται.

Χ
Κατάστηθα στο ρεύμα
Ψάρι που ψάχνει διαύγεια σ' άλλο κλίμα
Χέρι που δεν πιστεύει τίποτε

Δεν είμαι σήμερα όπως χτες
Οι ανεμοδείχτες μ' έμαθαν να νιώθω
Λιώνω τις νύχτες τις χαρές γυρίζω απ' την ανάποδη
Σκορπάω τη λήθη ανοίγοντας έναν περιστερεώνα
Φεύγοντας απ' την πίσω πόρτα τ' ουρανού
Χωρίς μιλιά στο βλέμμα
Καθώς παιδί που κρύβει ένα γαρίφαλο
Μες στα μαλλιά του.

XI
Χωρίς γυαλί στη δρόσο αυτή που κλαίειΑπό χαρά χωρίς γαζίες την άνοιξη
Χαδιάρα που εμπιστεύεται τις φυλλωσιές της
Σ' όλο τον ίσκιο της αναπνοής μου σήμερα
Αύριο
Γέλιο ανάσκελο
Σ' ένα μαντίλι που έχασε τις τέσσερίς του άκρες
Σκόρπια μοναξιά.

XII
Στο ρυάκι που λιάζεται
Σαν ημερήσιο επίθετο
Μιλεί ο κορυδαλλός
Δεν ξέρει καν πως βρέθηκε
Να ζει σ' ένα σεργιάνι
Ατέλειωτο
Πως ήπιε τόσες πρωινές στιγμές
Και σχίζει με το φέγγος του
Την αιωνιότητα.

XIII
Ακυβέρνητη ζωή
Σχεδία με χέρια που διανυχτερεύουν
Αγγίζοντας τα σύννεφα
Σαν πανιά
Σαν θαύματα
Γλάρων που ύψωσαν ως εκεί την παρθενιά τους
Φέγγοντας τις ελπίδες με μικρές καρδιές ανθρώπων
Ω νεότηταΠληρωμή του ήλιουΑιμάτινη στιγμήΠου αχρηστεύει το θάνατο.

XIV
Πουλιά στα χίλια χρώματαΤων ενθουσιασμών
Ελαφρά καλοκαίρια
Στέγες κοντά στον ουρανό μόλις
Που αγγίζουνε
Θ' αδειάσουμε τη στάμναΘα γίνουμε γλαυκοίΔωρητές του πελάγους.

XV
Ήβη της μέρας πρώτη κρήνη της χαράςΗ αρχαία μυρσίνη τινάζει τη σημαία τηςΘ' ανοίξει ο κόλπος των κορυδαλλών στο φωςΚι ένα τραγούδι θα σταθεί μετέωροΣπέρνοντας τα χρυσά κριθάρια της φωτιάςΣτους πέντε ανέμους
Λευτερώνοντας τη γήινη ομορφιά.

ΧVI
Ναι οι μηλιές ανθίζουν
Με μιαν ανάσα μουσικής μέσα στα φύλλα
Δακρύβρεχτες μορφές καρπών μετεωρίζονται
Απαλά
Μέσα στ' αμίλητο νερό της κολυμπήθρας του ήλιου

Ναι θα στολίσουμε τη γη
Θα σφίξουμε τη μέρα
Θ' αλαλάξουμε
Στο στήθος της αληθινής μητέρας.


XVII
Έτσι μιλεί μικρή γαλαζοαίματηΠου βγήκε από κοχύλι με δροσιά στα χείλη
Φίλη ξανθή της θάλασσας.

XVIII
Μακρινή αφοσίωση μια μέρα ελπίζει
Σφίγγει στο στήθος της τα δέντρα τα παιδιά της
Κοιτάζει τη μελλούμενη σοδειά
Φύλλα καρπούς ανθούς πολύκλαδα όνειρα

Θα 'χει βροχές κι ανέμους για να τ' αναθρέψει
Θα 'χει κοιλάδες για να τ' αναπάψει
Και για να τα πονέσει - μια βαθιά καρδιά.

XIX
Η σάρκα της ιτιάς η αρχέγονη φωτιά της νιότηςΗ ανεκμετάλλευτη μιλιά της ευωδιάς της γηςΗ ρίζα η σπίθα η αστραπή το σύννεφο
Σκάψιμο δίχως τέλος με χαρά και ίδρωταΜέσα στα μεταλλεία της καρδιάςΜέσα στα ματωμένα σπλάχνα της οδύνηςΔιάβα μέσ' από τους πορθμούς της θύμησηςΠιο μακριά ολοένα πιο μακριά πιο πέραΕκεί πού σβήνει τη μορφή της η έρημος.

XX
Κατασταλαγμένη μουσικήΣτους βυθούς των μενεξέδωνΧώμα νοτισμένο απόΑρχαία ρέμβη εφτάχρωμη
Μόλις ακούγεται μακριάΤο καρδιοχτύπιΚι οι αθώοι του καημοίΠίδακες χρυσανθέμων.

XXI
Μια τέτοια συντυχία
Το ρόδο κι ο κρουνός της μέρας
Το έμφυτο πάθος κι η αποθέωση
Το κάθε τι προσάναμμα χαράςΤο κάθε τι χέρι του χαίρεΜεγάλη ασβεστοχρισμένη αυγήΣτην προσθαλάσσωση του πρώτου ονείρουΦλύαρη μαρμαρυγήΈξοδοςΣτην υπαίθρια λευτεριά των κρίνων.

Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ
Ι
Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή και μάζεψε τα μαλλιά της νύχταςαυτής που ονειρεύεται γυμνό το σώμα της. Έχει πολλούς ορίζοντες,πολλές πυξίδες, και μια μοίρα που καίει ακούραστη κάθε φορά και ταπενήντα δύο χαρτιά της. Ύστερα ξαναρχίζει με κάτι άλλο - με τοχέρι σου, που του δίνει μαργαριτάρια για να βρει έναν πόθο, ένα νη-σίδιο ύπνου.
Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή κι αγκάλιασε την πελώριανάγκυρα που ηγεμονεύει στους βυθούς. Σε λίγο θα 'ναι στα σύννεφα.Κι εσύ δε θα καταλαβαίνεις, μα θα κλαις, θα κλαις για να σε φιλήσω,κι όταν πάω ν' ανοίξω μια σχισμή στο ψέμα, έναν μικρό γαλανό φεγ-γίτη στη μέθη, θα με δαγκάσεις. Μικρή, ζηλιάρα της ψυχής μουσκιά, γεννήτρα μιας μουσικής κάτω απ' το σεληνόφωτο
Στάσου λιγάκι πιο κοντά μου.

II
Εδώ - μέσα στα πρώιμα ψιθυρίσματα των πόθων, ένιωσες για πρώτηφορά την οδυνηρή ευτυχία του να ζεις! Μεγάλα κι αμφίβολα πουλιάσχίζαν τις παρθενιές των κόσμων σου. Σ' ένα σεντόνι απλωμένοέβλεπαν οι κύκνοι τα μελλοντικά τους άσματα κι από κάθε πτυχή τηςνύχτας ξεκινούσαν τινάζοντας τα όνειρά τους μες στα νερά, ταυτίζον-τας την ύπαρξή τους με την ύπαρξη των αγκαλιών που προσμέναν.Μα τα βήματα που δεν έσβησαν τα δάση τους αλλά στάθηκαν στηγλαυκή κόχη τ' ουρανού και των ματιών σου τι γύρευαν; Ποιο ένα-στρο αμάρτημα πλησίαζε τους χτύπους της απελπισίας σου;Μήτε η λίμνη, μήτε η ευαισθησία της, μήτε το εύφλεκτο φάντασμαδυο συνεννοημένων χεριών δεν αξιώθηκαν ποτέ ν' αντιμετωπίσουνένα τέτοιο ρόδινο αναστάτωμα.

III
Έμβρυο πιο φωτεινής επιτυχίας - μέρα λαξεμένη με κόπο πάνω στ'αχνάρια του αγνώστου.
Όσο πληρώνεται το δάκρυ, ξεφεύγει απ' τον ήλιο.Κι εσύ που μασάς τις ώρες σου σαν πικροδάφνη γίνεσαι οιωνός τρυ-φερού ταξιδιού μες στην αθανασία.

IV
Πέντε χελιδόνια - πέντε λόγια που έχουν εσένα προορισμό. Κάθελάμψη κλείνει απάνω σου. Πριν απλοποιηθείς σε χόρτο αφήνεις τημορφή σου απάνω στο βράχο που πονεί ανεμίζοντας τις φλόγες τουπρος τα μέσα. Πριν γίνεις γεύση μοναξιάς τυλίγεις τα θυμάρια θύ-μησες.
Κι εγώ, φτάνω πάντοτε ίσια στην απουσία. Ένας ήχος κάνει το ρυ-άκι, κι ό,τι πω, ό,τι αγαπήσω μένει άθικτο στους ίσκιους του. Αθωό-τητες και βότσαλα στο βυθό μιας διαύγειας. Αίσθηση κρυστάλλου.

V
Περνώντας και παίρνοντας το χνούδι της ηλικίας σου ονομάζεσαι
ηγεμονίδα. Φέγγει το νερό σε μια μικρή παλάμη. Όλος ο κόσμοςανακατώνει τις μέρες του και στη μέση της μέθης του φυτεύει έναμάτσο γυακίνθους. Από αύριο θα' σαι η επίσημη ξένη των αποκρύ-φων σελίδων μου.

VI
Μέσα στα δέντρα τούτα που θα επιζήσουνε το αίθριο πρόσωπό σου.
Η αγκαλιά που θα μετατοπίσει έτσι απλά τη δροσιά της. Ο κόσμοςπου θα μείνει χαραγμένος εκεί.
Ω τα κλεισμένα λόγια που έμειναν μες στους φλοιούς των ελπίδων,στους βλαστούς των νιόκοπων κλαριών μιας φιλόδοξης μέρας - τακλεισμένα λόγια που πικράνανε τ' ομοίωμά τους κι έγιναν οι Υπερη-φάνειες.

VII
Συγκίνηση. Τα φύλλα τρέμουν ζώντας μαζί και ζώντας χωριστά πάνωστις λεύκες που μοιράζουν άνεμο. Πριν απ' τα μάτια σου είναι αυτόςπου φυγαδεύει αυτές τις θύμησες, αυτά τα βότσαλα - τις χίμαιρες! Ηώρα είναι ρευστή κι εσύ στυλώνεσαι πάνω της ακάνθινη. Συλλογίζο-μαι αυτούς που δε δεχτήκανε ποτέ ναυαγοσωστικά. Που αγαπούν τοφως κάτω απ' τα βλέφαρα, που σαν μεσουρανήσει ο ύπνος άγρυπνοιμελετούνε τ' ανοιχτά τους χέρια.
Και θέλω να κλείσω τους κύκλους που άνοιξαν τα δικά σου δάχτυλα,να εφαρμόσω επάνω τους τον ουρανό για να μην είναι πια ποτέ οστερνός τους λόγος άλλος.
Μίλησε μου· αλλά μίλησε μου για δάκρυα.

VIII
Στο βυθό της μουσικής τα ίδια πράγματα σ' ακολουθούν μετουσιωμέ-να. Η ζωή παντού μιμείται τον εαυτό της. Κι εσύ κρατώντας το φώ-σφορο στην παλάμη σου κυκλοφορείς ασάλευτη μέσα στις ίνες τηςπελώριας τύχης. Και τα μαλλιά σου ποτισμένα στην Ενάτη καμπυ-λώνουν τις θύμησες και περνούν τους φθόγγους στο στερνό αέτωματης αμφιλύκης.
Πρόσεξε! Η φωνή που άλλοτε ξεχνούσες ανθίζει τώρα στο στήθοςσου. Το κοράλλι αυτό που ανάβει ολομόναχο είναι το τάξιμο που δενέστερξες ποτές σου. Κι η μεγάλη πυρά που θα σ' αφάνιζε είναι αυτόςο ανάλαφρος ίλιγγος που σε δένει μ' απόχρωση αγωνίας στα λοίσθιατων μενεξέδων.
Στο βυθό της μουσικής συνταξιδεύουμε...

IX
Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο. Σε πήρα όπως εσύ πήρες την αμεταχείρι-στη φύση και τη λειτούργησες είκοσι τέσσερις φορές στα δάση καιτις θάλασσες. Σε πήρα μέσα στο ίδιο ρίγος που αναποδογύριζε τις λέ-ξεις και τις άφηνε πέρα σαν ανοιχτά και αναντικατάστατα όστρακα.Σε πήρα σύντροφο στην αστραπή, στο δέος, στο ένστιχτο. Γι' αυτόκάθε φορά που αλλάζω μέρα σφίγγοντας την καρδιά μου ως το ναδίρ,εσύ φεύγεις και χάνεσαι νικώντας την παρουσία σου, δημιουργώνταςμια μοναξιά Θεού μια πολυτάραχη ανεξήγητη ευτυχία.
Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο από κείνο που βρήκα και μιμήθηκα σεΣένα!

Χ
Ακόμα μια φορά μέσα στις κερασιές τα δυσεύρετα χείλη σου. Ακόμαμια φορά μέσα στις φυτικές αιώρες τ' αρχαία σου όνειρα. Μια φοράμέσα στ' αρχαία σου όνειρα τα τραγούδια που ανάβουν και χάνονται.Μέσα σ' αυτά που ανάβουν και χάνονται τα ζεστά μυστικά του κό-σμου. Τα μυστικά του κόσμου.

XI
Ψηλά στο δέντρο των άσπρων ταξιδιών με το εωθινό κορμί σου χορ-τάτο από μαΐστρο ξεδιπλώνεις τη θάλασσα που γυμνή παίρνει και δί-νει τη ζωή της στα γυαλιστερά φύκια. Φέγγει το διάστημα και πολύμακριά ένας άσπρος ατμός σφίγγεται στην καρδιά του σκορπίζονταςτα χίλια δάκρυα. Είσαι λοιπόν εσύ που ξεχνάς τον Έρωτα μες στα ρηχά νερά, στα ύφαλα μέρη της ελπίδας. Εσύ που ξεχνάς μέσα στα μεσημέρια φλόγες. Εσύ που σε κάθε λέξη πολύχρωμη βιάζεις τα φω-νήεντα συλλέγοντας το μέλι τους στην καρποδόχη!
Όταν γυρίσει το φύλλο της ημέρας και βρεθείς άξαφνα ξανθή κι η-λιοκαμένη μπρος στο μαρμάρινο αυτό χέρι που θα κηδεμονεύει τουςαιώνες θυμήσου τουλάχιστον εκείνο το παιδί που φιλοδοξούσε κατα-μόναχο μες στην οργή του πόντου να συλλαβίσει την ανυπέρβλητηομορφιά της ομορφιάς σου. Και ρίξε μια πέτρα στον ομφαλό της θά-λασσας, ένα διαμάντι μέσα στη δικαιοσύνη του ήλιου.

XII
Πάρε μαζί σου το φως των γυακίνθων και βάφτισέ το στην πηγή τηςμέρας. Έτσι κοντά στ' όνομά σου θα ριγήσει ο θρύλος, και το χέριμου νικώντας τον κατακλυσμό θα βγει με τα πρώτα περιστέρια.Ποιος θα προϋπαντήσει αυτό το θρόισμα, ποιος θα τ' αξιωθεί σιμάτου, ποιος είναι αυτός που θα σε προφέρει πρώτος όπως προφέρει ομέγας ήλιος το βλαστάρι!
Κύματα καθαρίζουνε τον κόσμο. Καθένας ψάχνει το στόμα του. Πουείσαι φωνάζω κι η θάλασσα τα βουνά τα δέντρα δεν υπάρχουν.

XIII
Πες μου τη νεφελόπαρτη ώρα που σε κυρίεψε όταν η βροντή προη-γήθηκε της καρδιάς μου. Πες μου το χέρι που προχώρησε το δικόμου χέρι μέσα στην ξενιτιά της θλίψης σου. Πες μου το διάστημα καιτο φως και το σκοτάδι - το παρείσαχτο κυμάτισμα ενός τρυφερούιδιωτικού Σεπτέμβρη.
Και σκόρπισε την ίριδα, στεφάνωσε με.

XIV
Να ξαναγυρίζεις στο νησί της αλαφρόπετρας μ' ένα τροπάριο ξε-χασμένο που θα ζωντανεύει τις καμπάνες δίνοντας θόλους ορθρι-νούς στις πιο ξενιτεμένες θύμησες. Να τινάζεις τα μικρά περβόλιαέξω από την καρδιά σου κι υστέρα πάλι να φιλεύεσαι απ' την ίδιατους θλίψη. Να μη νιώθεις τίποτε πάνω απ' τους αυστηρούς βράχους κι όμως η μορφή σου ξαφνικά να μοιάζει με τον ύμνο τους. Να σεπαίρνουν τ' ανώμαλα πέτρινα σκαλιά ψηλά ψηλά κι εκεί να καρδιο-χτυπάς έξω απ' την πύλη του καινούριου κόσμου. Να μαζεύεις δάφνηκαι μάρμαρο για την άσπρη αρχιτεκτονική της τύχης σου.
Και να 'σαι όπως γεννήθηκες, το κέντρο του κόσμου.

XV
Η μαγνητική βελόνα κινδυνεύει. Όπου και να γυρίσει θαμπώνεταιαπό το φλογοβόλο πρόσωπο της εγκάρδιας ανατολής. Πέτα λοιπόντους γυακίνθους, τρέξε πάνω από τρυγητούς αφρών προς το ευοίωνοεξαφτέρυγο άγγελμα!
Η ανάσα του μέλλοντος αχνίζει έμψυχα δώρα.

XVI
Κρύψε στο μέτωπο σου τ' άστρο που θέλησες να βρεις μέσα στο πέν-θος. Και μ' αυτό προχώρησε και μ' αυτό πόνεσε πάνω απ' τον πόνοτων ανθρώπων. Κι άφησε το λαό των άλλων να χαμηλώνει. Εσύ ξέ-ρεις πάντοτε περισσότερα. Γι' αυτό άλλωστε αξίζεις και γι' αυτό σανσηκώνεις τη σημαία σου ένα χρώμα πικρό πέφτει στις όψεις τωνπραγμάτων που παρομοιάζουν τον τιτάνιο κόσμο.

XVII
Τίποτε δεν έμαθες απ' αυτά που γεννήθηκαν κι απ' αυτά που πεθάνα-νε κάτω απ' τους πόθους. Κέρδισες την εμπιστοσύνη της ζωής που δεσ' εδάμασε και συνεχίζεις τ' όνειρο. Τι να πουν τα πράγματα και ποιανα σε περιφρονήσουν!
Όταν αστράφτεις στον ήλιο που γλιστράει επάνω σου σταγόνες κι α-θάνατους γυακίνθους και σιωπές, εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικό-τητα. Όταν γλιτώνεις το σκοτάδι και ξανάρχεσαι με την ανατολή,πηγή, μπουμπούκι, αχτίδα, εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικότητα.
Όταν αφήνεις αυτούς που αφομοιώνουνται μες στην ανυπαρξία καιξαναπροσφέρεσαι ανθρώπινη, εγώ από την αρχή ξυπνώ μέσα στηναλλαγή σου...
Μην παίζεις πια. Ρίξε τον άσο της φωτιάς. Άνοιξε την ανθρώπινηγεωγραφία.

XVIII
Μελαχρινή μαρμαρυγή - νανούρισμα των βλεφάρων πάνω απ' τημυθική απλωσιά του κόσμου.
Είναι καιρός που ρίχτηκε η σιωπή κατάστηθα στον άνεμο, είναικαιρός που ο άνεμος ένα ένα ονομάτισε τα σωθικά της.Τώρα η φύση πιάνεται απ' το χέρι τρέχοντας πέρα σαν παιδί, ξαφνιά-ζοντας τα μάτια της μ' έναν γαλάζιο παραπόταμο μ' ένα φωταγωγημέ-νο φύλλωμα, μ' ένα σύννεφο καινούριο σε μορφή αιθρίας. Κι εγώ -σκαλίζοντας την καρδιά της καρυδιάς, πασπατεύοντας την άμμο τηςακρογιαλιάς, βυθομετρώντας το απέραντο διάστημα έχασα τα σημά-δια που θα σε γεννούσανε. Πού είσαι λοιπόν όταν στερεύει την ψυ-χή ο νοτιάς κι η Πούλια νεύει στη νυχτιά να λευτερώσει το άπειρο,πού είσαι!

XIX
Αυτό το μπουμπούκι της φωτιάς θ' ανοίξει όταν εσύ βαφτίσεις αλ-λιώς την παπαρούνα σου.
Από τότε, όπου και να γεννηθείς πάλι, όπου και να καθρεφτιστείς,όπου και να συντρίψεις τ' ομοίωμα σου, το πάθος μου θα βρίσκεταιστον Απρίλη του ανοίγοντας με την ίδια οδυνηρή ευκολία τις εφτάσυλλογισμένες φλόγες του.

XX
Τόσο φως, που κι η γυμνή γραμμή απαθανατίστηκε. Το νερό σφάλισετους όρμους. Το μονάκριβο δέντρο ιχνογράφησε το διάστημα.Τώρα δε μένει παρά να 'ρθεις εσύ ω! σμιλεμένη από την πείρα τωνανέμων και ν' αντικαταστήσεις το άγαλμα. Δε μένει παρά να' ρθειςεσύ και να γυρίσεις τα μάτια σου προς το πέλαγος που πια δε θα 'ναιάλλο από τ' ολοζώντανο το αδιάκοπο το αιώνιο ψιθύρισμά σου.
Δε μένει παρά να τελειώσεις στους ορίζοντες.

XXI
Έχεις μια γη θανάσιμη που τη φυλλομετράς αδιάκοπα και δεν κοιμά-σαι. Τόσους λόφους λες, τόσες θάλασσες, τόσα λουλούδια. Κι η μιακαρδιά σου γίνεται πληθυντική εξιδανικεύοντας την πεμπτουσίατους. Κι όπου κι αν προχωρήσεις ανοίγεται το διάστημα, κι όποια λέ-ξη κι αν στείλεις στο άπειρο μ' αγκαλιάζει. Μάντεψε, κοπίασε,νιώσε:
Από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος.


Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ
Βγήκες από τα σωθικά βροντής
Ανατριχιάζοντας μες στα μετανιωμένα σύννεφα
Πέτρα πικρή, δοκιμασμένη, αγέρωχη
Ζήτησες πρωτομάρτυρα τον ήλιο
Για ν' αντικρίσετε μαζί τη ριψοκίνδυνη αίγλη
Ν' ανοιχτείτε με μια σταυροφόρο ηχώ στο πέλαγος

Θαλασσοξυπνημένη, αγέρωχη
Όρθωσες ένα στήθος βράχουΚατάστιχτου απ' την έμπνευση της όστριαςΓια να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η οδύνηΓια να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η ελπίδαΜε φωτιά με λάβα με καπνούςΜε λόγια που προσηλυτίζουν το άπειροΓέννησες τη φωνή της μέρας
Έστησες ψηλά
Στην πράσινη και ρόδινη αιθεροβασίαΤις καμπάνες που χτυπάει ο ψηλορείτης νουςΔοξολογώντας τα πουλιά στο φως του μεσαυγούστου

Πλάι από ρόχθους, πλάι από καημούς αφρών
Μέσ' από τις ευχαριστίες του ύπνουΌταν η νύχτα γύριζε τις ερημιές των άστρων
Ψάχνοντας για το μαρτυρίκι της αυγής,Ένιωσες τη χαρά της γέννησης
Πήδησες μες στον κόσμο πρώτη
Πορφυρογέννητη, αναδυόμενηΈστειλες ως τους μακρινούς ορίζοντες
Την ευχή που μεγάλωσε στις αγρυπνίες του πόντου
Για να χαϊδέψει τα μαλλιά της πέμπτης πρωινής.
Ρήγισσα των παλμών και των φτερών του ΑιγαίουΒρήκες με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειροΜε φωτιά με λάβα με καπνούςΤις μεγάλες γραμμές του πεπρωμένου σου
Τώρα μπροστά σου ανοίγεται η δικαιοσύνη
Τα μελανά βουνά πλέουν στη λάμψη
Πόθοι ετοιμάζουν τον κρατήρα τους
Στην παιδεμένη χώρα της καρδιάς
Κι από το μόχθο της ελπίδας νέα γη ετοιμάζεται
Για να βαδίσει εκεί με αετούς και λάβαραΈνα πρωί γεμάτο ιριδισμούςΗ φυλή που ζωντανεύει τα όνειραΗ φυλή που τραγουδάει στην αγκαλιά του ήλιου.

Ω κόρη κορυφαίου θυμού
Γυμνή αναδυομένηΆνοιξε τις λαμπρές πύλες του ανθρώπου
Να ευωδιάσει ο τόπος από την υγεία
Σε χιλιάδες χρώματα ν' αναβλαστήσει το αίσθημα
Φτεροκοπώντας ανοιχτά
Και να φυσήξει από παντού η ελευθερία

Άστραψε μες στο κήρυγμα του άνεμου
Την καινούρια και παντοτινή ομορφιάΌταν ο ήλιος των τριών ωρών υψώνεται
Πάνγλαυκος παίζοντας το αρμόνιο της Δημιουργίας.


ΠΕΡΙΦΗΜΗ ΝΥΧΤΑ...
...Στη βραγιά, κοντά στο μουσικό παράπονο της καμπύλης του χε-ριού σου. Κοντά στα διάφανα στήθη σου, τα ξέσκεπα δάση γεμάταβιόλες και σπάρτα κι ανοιχτές παλάμες φεγγαριού, ως πέρα στη θά-λασσα, τη θάλασσα που χαϊδεύεις, τη θάλασσα που με παίρνει καιμ' αφήνει φεύγοντας σε χίλια κοχύλια.
Ορατή και ωραία γεύομαι την καλή στιγμή σου! Λέω πως επικοινω-νείς τόσο καλά με τους ανθρώπους, που τους ορθώνεις στο ανάστηματης καρδιάς σου για να μην προσκυνήσει πια κανείς ό,τι του ανήκει,ό,τι αναδεύεται σαν δάκρυ στη ρίζα κάθε χορταριού στην κορυφή κά-θε φτασμένου κλώνου. Λέω πως επικοινωνείς τόσο καλά με την άνοι-ξη των πραγμάτων που τα δάχτυλά σου ταιριάζουν με τη μοίρα τους.Ορατή και ωραία στο πλάι σου είμαι ακέραιος! Θέλω δρόμους απέ-ραντους τη διασταύρωση των πουλιών και των σωστών ανθρώπων, τησύναξη των άστρων που θα συμβασιλέψουν. Και θέλω να πιάσω κάτι,ακόμη και την πιο μικρή πυγολαμπίδα σου που πηδάει ανύποπτη μεςστην προβιά των κάμπων, για να γράψω με σίγουρη φωτιά πως δενείναι τίποτε το περαστικό στον κόσμο από τη στιγμήν εκείνη πουδιαλέξαμε, τη στιγμή τούτη που θέλουμε να υπάρχει πέρα και πάνωαπό την πάγχρυση εναντιότητα, πέρα και πάνω από τη συμφορά τηςπάχνης του θανάτου, στη φορά κάθε ανέμου που με αγάπη σημαδεύειτην καρδιά μας, στο υπέροχο μυρμήδισμα τ' ουρανού που νυχτόημε-ρα πλάθεται απ' την καλοσύνη των άστρων.

Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζεςΟλημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσαςΑετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα διοσμαρίνια

-Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσαςΣου 'λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρεςΑνάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτωνΉ πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπουςΜ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείληΚι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμαΒαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριούΚαι τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτοΜα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνεΚι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.

Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωταΈχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.

Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίριΓια ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμιαΚαι να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιέςΉ για να πας καβάλα στον μαΐστρο.

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΥΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ
Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσαΚόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμησηΈλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνοΜε φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφοςΦρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη του κόλπου των νερών Έχει ο Θεός
Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλαΘυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγανΒάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τουςΤραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζονταΚι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια.
Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ' την ανατολή του ήλιουΜε την ηλικία της θάλασσας στα μάτιαΚαι με την υγεία του ήλιου στο κορμί - τι γύρευαΒαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειραΌπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμοςΆγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου το πελαγίσιο του έμβλημα
Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλαΜε την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλαΉτανε η οδύνη -
Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο
βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτίαΌπως την πρώτη μέρα μας στη γηΓιόρταζαν τις αμαρυλλίδες - Μα θυμάμαι πόνεσεςΉτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλιαΜια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του ο χρόνος
Σ' άφησα τότες
Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ' άσπρα σπίτιαΤ' άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνωΣτον ουρανό που φώτιζε μ' ένα μειδίαμα.
Τώρα θα 'χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερόΘα 'χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζειΚι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο ΈρωταςΚι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ' αντηχεί το Αιγαίο.

ADAGIO
Έλα μαζί να διαφιλονικήσουμε απ' τον ύπνο το νωχελικό προσκέφα-λο που πλέει στο διπλανό φεγγάρι. Ατρικύμιστα κεφάλια και τα δυομαζί λικνιστικά γλιστρώντας να γεμίσουμε την αμμουδιά με φύκια ήάστρα. Γιατί πολύ θα 'χουμε ζήσει από τα δάκρυα τη μαρμαρυγή καιθ' αγαπούμε τη σωστή γαλήνη.
Άγγελοι αν δεν είναι οι άγγελοι μ' άσωτα βιολιά ν' αναρριπίζουν τιςνυχτιές μ' αίολα φώτα και ψυχές καμπάνες! Φλάουτα ν' αγεροδρο-μούν πόθους ανάλαφρους, ανάγερτους. Φιλιά τυραννισμένα ή φιλιάμαργαριτάρια σε κουπιά νερόβια. Και πιο βαθιά μες στ' αναμμέναφραγκοστάφυλα, σιγά σιγά τα πιάνα της ξανθής φωνής, οι μέδουσεςπου θα μας κρατήσουν το ταξίδι αργόπρεπο. Στεριές με λίγα, με συλ-λογισμένα δέντρα.
Ω έλα μαζί να ιδρύσουμε τα όνειρα, έλα μαζί να δούμε τη γαλήνη. Δεθα 'ναι πια στον έρημο ουρανό παρά η καρδιά που βρέχεται απ' τηνπίκρα παρά η καρδιά που βρέχεται απ' τη γοητεία, δε θα 'ναι παρά ηκαρδιά που ανήκει στον δικό μας έρημο ουρανό.
Έλα στον ώμο μου να ονειρευτείς γιατί είσαι μια γυναίκα ωραία. Ωείσαι μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι ωραία. Ωραία.



ΟΛΒΙΑ ΝΤΟΝΝΑ
Στο άστρο του Α.
Πάρε μια γύρη από λαμπύρισμα παρηγοριάςΜια θέση που ν' αστράφτει στο άπειροΨηλότερα κι από την πιο ψηλήν ελπίδα σουΌλβια Ντόννα! Κι από την άκρη του κόσμου των αχτίδωνΚύλησε με σμαράγδι αναλυτόΚύματα για τον ζέφυρο της μουσικής του νότου
Κύματα για τον ζέφυρο της μουσικής που παίρνει
Την παρθενιά της νύχτας μακριά
Με ταξίδια σε σπηλιές απέραντες
Με κορίτσια που αγαπούν τις αγκαλιές των κρίνων
Και μελωδούν το βάθος τ' ουρανού
Και νοσταλγούν τ' αγιάζι της αιθερημίας
Πάρε μια θέση που ν' αστράφτει στο άπειροΜια κόρη γαλανού ματιού απροσμέτρητουΜε στήμονες ευχής στο ανάστημά σουΌλβια Ντόννα! Κι από μια καρδιά ομοούσιαΠέρασε για να δεις των χρόνων το βυθόΣπαρμένο από τα βότσαλα της νηνεμίας.

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
Ποιος ειρμός ψυχής στις αλκυόνες του απογέματος!Ποια νηνεμία στις φωνές της μακρινής στεριάς!Ο κούκος μες στων δέντρων το μαντίλιΚι η μυστική στιγμή του δείπνου των ψαράδωνΚι η θάλασσα που παίζει με τη φυσαρμόνικαΤο μακρινό μαράζι της γυναίκαςΤης ωραίας που γύμνωσε τα στήθη τηςΌταν η θύμηση μπήκε στις φωλιέςΚι οι πασχαλιές ράντισαν με φωτιά τη δύση!
Με το καΐκι και με τα πανιά της ΠαναγίαςΈφυγαν κατευόδιο των ανέμων
Οι εραστές της ξενιτιάς των κρίνωνΑλλά η νύχτα πως εδώ κελάρυσε τον ύπνο
Με γάργαρα μαλλιά στους φεγγερούς λαιμούςΉ στις μεγάλες άσπρες παραλίες
Και πως με το χρυσό σπαθί του Ωρίωνα
Σκόρπισε και ξεχύθηκε ψηλά
Η σκόνη από τα όνειρα των κοριτσιών
Που ευώδιασαν βασιλικό και δυόσμο!

Στα τρίστρατα όπου στάθηκεν η αρχαία μάγισσα
Καίοντας με ξερό θυμάρι τους άνεμους
Οι λυγερές σκιές αλαφροπερπατήσανε
Μ' ένα σταμνί γεμάτο αμίλητο νερό στο χέρι
Εύκολα σαν να μπαίναν στον Παράδεισο
Κι από την προσευχή των γρύλων που άφρισε τους κάμπους
Οι όμορφες ξεπροβάλανε με δέρμα φεγγαριού
Για να χορέψουνε στο μεσονύχτιο αλώνι...

Ω σημάδια που περνάτε μες στο βάθοςΤου νερού που κρατάει έναν καθρέφτη
Εφτά κρινάκια που λαμποκοπάτε

Όταν ξαναγυρίσει το σπαθί του Ωρίωνα
Θα 'βρει φτωχό ψωμί κάτω από το λυχνάρι
Αλλά ψυχή στη χόβολη των άστρων
Θα 'βρει μεγάλα χέρια διακλαδωμένα στο άπειροΈρημα φύκια στερνοπαίδια του γιαλού
Χρόνια πετράδια πράσινα
Ω πράσινο πετράδι - ποιος θυελλομάντης είδεΝα σταματάς το φως στη γέννηση της μέραςΤο φως στη γέννηση των δυο ματιών του κόσμου!

ΑΝΕΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκιαΔύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο ΑύγουστοΕίδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σουΒήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση τηςΉταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκαΗ ευχή που λαχτάρησε μέσ' απ' τους κόρφους του βασιλικούΝα τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!
Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυαΜόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γηςΓυμνή κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων
Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρουΤην ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιάΚαι δίχως ήμαρτον κανέν' από την αμαρτία χαράχτηκεΣτα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμηΠριν απ' την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμουΌπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχήΕκατόφυλλη, ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!

ΒΑΘΟΣ
Αρχίσαμε μια λέξη που να μη χωράει τον ουρανό αλλά να τυραννείτην άνεση του ανέμου καθώς ξεχύνεται στις χτυπημένες από τηνάρμη της προσδοκίας στεριές ή πάνω στα κρύα μουράγια όπου βαδί-ζει από αιώνες απόκληρος της λησμονιάς ο ίσκιος. Ορκισμένη χώρα!Παλιά πουλιά γεμάτα σύννεφα, πότε κατά τη δύση που χαράζει σταστήθια μας έλη ανίας, πότε κατά την ανώριμη καρδιά που ζητάει ναμπει πεισματικά στη φύση...
Ακόμη θυμόμαστε τα κουρέλια μιας πυρκαγιάς γενναιόφρονης, ταπειράματα ενός χαρταετού που σάστισε τα δάχτυλά μας ψηλά στοναγέρα ή στην αρχή ενός δρόμου όπου σταθήκαμε για ν' αναζητήσου-με μια γυναίκα γεμάτη ανταποκρίσεις γεμάτη σκιές στοργής ταιρια-σμένης στα τολμηρά κεφάλια μας. Ακόμη θυμόμαστε την αγνότηταπου την είχαμε βρει τόσο αινιγματική, πλυμένη σε μιαν αυγή πουαγαπούσαμε γιατί δεν ξέραμε πως μέσα μας, ακόμη πιο βαθιά, ετοι-μάζαμε άλλα όνειρα πιο μεγάλα που θα 'πρεπε να σφίξουν στηναγκαλιά τους ακόμη περισσότερο χώμα, περισσότερο αίμα, περισ-σότερο νερό, περισσότερη φωτιά, περισσότερον Έρωτα!

ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ
Εδώ που η έρημη ματιά φυσάει τις πέτρες και τ' αθάνατα
Εδώ που ακούγονται βαθιά τα βήματα του χρόνου
Που ανοίγουνε μεγάλα σύννεφα χρυσά εξαφτέρυγα
Πάνω από τη μετόπη τ' ουρανού
Πες μου από πού ξεκίνησε η αιωνιότητα
Πες μου ποιο το σημάδι που πονείς
Και ποιο το ριζικό της ελεμίνθας

Ω γη της Βοιωτίας που σε φέγγει ο άνεμος
Τι γίνηκεν η ορχήστρα των γυμνών χεριών κάτω απ' τ' ανάχτορα
Το έλεος που ανέβαινε σαν ιερός καπνός
Πού είναι οι πύλες με τ' αρχαία πουλιά που τραγουδούσαν
Κι η κλαγγή που ξημέρωνε τη φρίκη των λαώνΌταν ο ήλιος έμπαινε σαν θρίαμβοςΌταν η μοίρα σπάραζε στη λόγχη της καρδιάς
Κι άναβαν τα εμφύλια κελαηδίσματα
Τι γίνηκαν οι αθάνατες μάρτιες σπονδές
Οι ελληνικές γραμμές μες στο νερό της χλόης

Λαβώθηκαν τα μέτωπα κι οι αγκώνες
Ο χρόνος από τον πολύ ουρανό κύλησε ρόδινος
Οι άνθρωποι προχωρήσανε
Γεμάτοι οδύνη και όνειρο
Στυφή μορφή! Εξευγενισμένη από τον άνεμο
Θύελλας καλοκαιρινής που τα πυρρόξανθα ίχνη
Αφήνει στις γραμμές των λόφων και των αετών
Στις γραμμές της παλάμης σου του πεπρωμένου
Τι ξέρεις ν' αντικρίζεις και τι ξέρεις να φορείςΝτυμένη από τη μουσική των χόρτων και πως προχωρείςΜέσα απ' τα ρείκια ή τις αλισφακιέςΣτο τελικό σημείο του βέλους
Σ' αυτό το κοκκινόχωμα της Βοιωτίας
Μέσα στων βράχων το ερημικό εμβατήριο
Θ' ανάψεις τα χρυσά δεμάτια της φωτιάς
Θα ξεριζώσεις την κακή καρποφορία της θύμησης
Θ' αφήσεις μια πικρή ψυχή στην άγρια μέντα!

ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ
Όταν η μέρα τεντωθεί από το κοτσάνι της κι ανοίξει όλα
τα χρώματα πάνω στη γη
Όταν από φωνή σε στόμα σπάσει ο σταλαγμίτηςΌταν ο ήλιος κολυμπήσει σαν ποτάμι σ' έναν κάμπο αθέριστοΚαι τρέξει ένα πανί βοσκόπουλο των μελτεμιών μακριάΠάντα η στολή σου είναι στολή νησιού είναι μύλος που γυρίζει
ανάποδα τα χρόνιαΤα χρόνια που έζησες και που τα ξαναβρίσκω να πονούν
στο στήθος μου τη ζωγραφιά τουςΗ μια βερικοκιά σκύβει στην άλλη και το χώμα πέφτει από
την αγκαλιά του ξυπνητού νερούΗ σφήκα στο κορμί του φλόμου ανοίγει τα φτερά τηςΎστερα ξαφνικά πετάει και χάνεται βουίζονταςΚι από σταλαγματιά σε φύλλο κι από φύλλο σε άγαλμα όσο πάει
και πιο πολύ μεταμορφώνεται ο καιρόςΠαίρνει τα πράγματα που σε θυμίζουν κι όσο πάει και πιο πολύ
τα συγγενεύει μες στον έρωτά μουΟ ίδιος πόθος ξαναϋφαίνεταιΟ κορμός όλος φλέγεται του δέντρου του ήλιου της καλής καρδιάς
Έτσι σε βλέπω ακόμη στην αχτίδα της αιώνιας μέραςΝ' ακούς το χτυποκάρδι της στεριάςΗ γέννηση δεν άλλαξε ούτε μια χαρά σου
Άφηνες μια μεγάλη νύφη αφρού ανεβαίνοντας
Τίναζες το κεφάλι σου σαπουνισμένο από την πρωινή ομορφιάΗ αιθρία πλάταινε τα μάτια σου
Δεν ήταν αίνιγμα που να μη σβήνει πια που να μη γίνεται καπνός
σε στόμα αιόλουΆλλαζες με τα χέρια σου τις εποχές
Βάζοντας χιόνια και βροχές, λουλούδια, θάλασσες
Κι η μέρα χώριζε από το κορμί σου, ανέβαινε, άνοιγε, μεγάληευχή πάνω στα ηλιοτρόπια

Τι ξέρει τώρα ο τζίτζικας από την ιστορία που άφησες, τι ξέρει
ο γρύλος
Η καμπάνα του χωρίου που ανοίγεται στον άνεμοΗ κάμπια, ο κρόκος, ο αχινός, το αλφάκι του νερούΜυριάδες στόματα φωνάζουνε και σε καλούνΈλα λοιπόν απ' την αρχή να ζήσουμε τα χρώματαΝ' ανακαλύψουμε τα δώρα του γυμνού νησιούΡόδινοι και γαλάζιοι τρούλοι θ' αναστήσουν το αίσθημαΓενναίο σαν στήθος το αίσθημα έτοιμο να ξαναπετάξειΈλα λοιπόν να στρώσουμε το φωςΝα κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου
Ξέρεις, κάθε ταξίδι ανοίγεται στα περιστέριαΌλος ο κόσμος ακουμπάει στη θάλασσα και τη στεριάΘα πιάσουμε το σύννεφο θα βγούμε από τη συμφορά του χρόνουΑπό την άλλην όψη της κακοτυχιάςΘα παίξουμε τον ήλιο μας στα δάχτυλαΣτις εξοχές της ανοιχτής καρδιάςΘα δούμε να ξαναγεννιέται ο κόσμος.


ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ
Έταξα στην ίριδα μια γη καλύτερη μιαν εποχή γεμάτη χώμα φρέσκοαπό χαμομήλι αμόλυντο στα γυμνά πόδια που θυμιάζουνε με φούριαπράσινη τη λαχτάρα της νεροκορφής καθώς θαμπώνουν τους δρό-μους όπου χτυπούν οι πέρδικες τη βαθιά καρδιά της ευφωνίας. Γέμι-σα κάτασπρα πουλιά τον άνεμο που θα πάει στα πρωινά εγκαίνια τηςθάλασσας!
Και να τώρα που είμαστε και οι δυο μας έτοιμοι, κρατιόμαστε απ' ταχέρια, η ποδιά μας είναι παιδική, πότε ρόδινη πότε πράσινη, τα κλω-νάρια μας αμάραντα.
Όταν φυσούμε ανοίγει ο πέπλος το πλατύ ριγήλισμα της άμμου σταωραία χρόνια που θα 'ρθουν γεμάτα νανουρίσματα και κορμιά ναϊά-δων στάζοντας φύκια με πολλές διαμαντόπετρες τραγουδιών που θαξαναγυρίσουν ανέγγιχτα στο βάθος τ' ουρανού. Από κει θ' αρχίσεικι ο μόχθος, κι η ευτυχία θα μπει στα κρύσταλλα που περιμέναμε χω-ρίς άλλες κορυφογραμμές χωρίς άλλα νησιά χωρίς άλλες ιστορίεςαπό κείνες που ταιριάζουν στα στήθια μας αλλά και στα στήθια όλουτου κόσμου γιατί όλος ο κόσμος μπορεί να μιλήσει με φωνή πορφύ-ρας για την ευτυχία του γιατί όλος ο κόσμος αγαπάει τα πράματα πουτον αγαπούνε και τρέχει στην απέραντη χλωρασιά της ψυχής τουόπως τρέχει ο καταρράχτης στα βουνά, ο ύμνος στα χρυσά μαλλιάτων παλικαριών της Δικαιοσύνης.

Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ
Ξύπνησες τη σταλαγματιά της μέραςΕπάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρωνΩ τι ωραία που είσαιΜε τα χαρούμενα μαλλιά σου ξέπλεκαΚαι με τη βρύση που ήρθες ανοιχτήΓια να σ' ακούω που ζεις και που διαβαίνεις!
Ω τι ωραία που είσαι
Τρέχοντας με το χνούδι της κορυδαλλένιαςΓύρω από τις μοσκιές που σε φυσούνεΚαθώς φυσάει ο στεναγμός το πούπουλοΜ' ένα μεγάλον ήλιο στα μαλλιάΚαι με μια μέλισσα στη λάμψη του χορού σου

Ω τι ωραία που είσαιΜε το καινούριο χώμα που πονείςΑπό τη ρίζα έως την κορυφή των ίσκιωνΑνάμεσα στα δίχτυα των ευκάλυπτων
Με τον μισό ουρανό μέσα στα μάτια σουΚαι με τον άλλον στα μάτια που αγαπάς
Ω τι ωραία που είσαιΚαθώς ξυπνάς τον μύλο των ανέμωνΚαι γέρνεις τη φωλιά σου αριστεράΓια να μην πάει χαμένος τόσος έρωταςΓια να μην παραπονεθεί ούτε μια σκιάΣτην ελληνίδα πεταλούδα που άναψες
Ψηλά με την αυγερινή ευφροσύνη σου
Γεμάτη από τη χλόη της ανατολής
Γεμάτη απ' τα πρωτάκουστα πουλιάΩ τι ωραία που είσαι
Ρίχνοντας τη σταλαγματιά της μέρας
Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων!



Η ΤΡΕΛΗ ΡΟΔΙΑ
Πρωινό ερωτηματικό κέφι à perde haleine
Σ' αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάςΣφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιάΠου σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο τηςΜε ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή
ροδιά
Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθροΑνοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;
Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσιαΘερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλιαΓυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιάΠου βάζει ανύποπτη μες στα χλωρά πανέρια τους τα φώταΠου ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους, πέστε μουΕίναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου;
Στη μέρα που απ' τη ζήλια της στολίζεται μ' εφτά λογιώ φτερά
Ζώνοντας τον αιώνιον ήλιο με χιλιάδες πρίσματα
Εκτυφλωτικά, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που αρπάει μια χαίτη μ' εκατό βιτσιές στο τρέξιμό της
Ποτέ θλιμμένη και ποτέ γρινιάρα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που ξεφωνίζει την καινούρια ελπίδα που ανατέλλει;

Πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει στα μάκρη
Τινάζοντας ένα μαντίλι φύλλων από δροσερή φωτιά
Μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυο καράβια
Με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε
Σ' αμύριστες ακρογιαλιές, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που τρίζει τ' άρμενα ψηλά στο διάφανον αιθέρα;

Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι εορτάζειΑγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιάΠου σπάει με φως καταμεσής του κόσμου τις κακοκαιριές
του δαίμονα
Που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέραςΤην πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια, πέστε μου είναι
η τρελή ροδιάΠου βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;
Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταύγουστουΠέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζειΤινάζοντας απ' τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια τηςΞεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιάΠέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτωνΣτο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου