Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009

Odysseas Elyths - Eksi kai Mia Typseis gia Ton Ourano

Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό

Οδυσσέας Ελύτης

Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑΙΑ

Συχνά, στην Κοίμηση του Δειλινού, η ψυχή της έπαιρνεαντίκρυ απ’ τα βουνά μιαν αλαφράδα, μ’ όλο που ημέρα ήταν σκληρή και η αύριο άγνωστηΌμως, όταν σκοτείνιαζε καλά κι έβγαινε του παπά τοχέρι πάνω από το κηπάκι των νεκρών, ΕκείνηΜόνη της. Όρθια, με τα λιγοστά της νύχτας κατοικίδια- το φύσημα της δεντρολιβανιάς και την αθάλη τουκαπνού από τα καμίνια - στης θαλάσσης την έμπασηαγρυπνούσεΑλλιώς ωραία !Λόγια μόλις των κυμάτων ή μισομαντεμένα σ’εναθρόισμα, κι άλλα που μοιάζουν των αποθαμένωνκι αλαφιάζονται μέσα στα κυπαρίσσια, σαν παράξεναζώδια, τη μαγνητική δορυφορώντας κεφαλή της άναβαν.Και μιαΚαθαρότη απίστευτη άφηνε, σε μέγα βάθος μέσα της,το αληθινό τοπίο να φανεί,Οπου, σιμά στον ποταμό, παλεύανε τον Αγγελοοι μαύροι άνθρωποι, δείχνοντας με ποιόν τρόπο γεννιέταιη ομορφιάΉ αυτό που εμείς, αλλιώς, το λέμε δάκρυ.Κι όσο βαστούσε ο λογισμός της, ένιωθες, εξεχείλιζετην όψη που έλαμπε με την πίκρα στα μάτια και μετα πελώρια, σαν παλιάς Ιεροδούλου, ζυγωματικά,Τεντωμένα στ’ ακρότατα σημείατου Μεγάλου Κυνός και της Παρθένου." Μακριά από τη λοιμική της πολιτείας, ονειρεύτηκαστο πλάι της μιάν ερημιά, όπου το δάκρυ να μην έχει νόημακαι όπου το μόνο φως να’ ναι από την πυράπου κατατρώγει όλα μου τα υπάρχοντα.Ώμο τον ώμο οι δυό μαζί ν’ αντέχουμε το βάροςαπό τα μελλούμενα, ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιάκαι στην συμβασιλεία των άστρων,Σα να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κεί ακριβώς,μέσα στην άκρα σιγαλιάπου ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοιΚαι πως, αφ’ ότου αβάσταχτη έγινε στου αντρόςτα στέρνα η μοναξιά, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!"Η ΑΥΤΟΨΙΑΛοιπόν, ευρέθηκε ο χρυσός της λιόριζας να’ χει σταλάξειστα φύλλα της καρδιάς του.Κι από τις τόσες φορές όπου ξαγρύπνησε, σιμά στο κηροπήγιο,καρτερώντας τα χαράματα, μια πυράδαπαράξενη του’ χε αρπάξει τα σωθικά.Λίγο πιο κάτω από το δέρμα,η κυανωπή γραμμήτου ορίζοντα έντονα χρωματισμένη. Και άφθονα ίχνηγλαυκού μέσα στο αίμα.Οι φωνές των πουλιών, που’ χε σ’ ώρες μεγάλης μοναξιάςαποστηθίσει, φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί,τόσο που δεν εστάθη βολετό να προχωρήσεισε μεγάλο βάθος το μαχαίρι.Μάλλον η πρόθεση άρκεσε για το Κακό,Που τ’αντίκρισε- είναι φανερό-στη στάσητην τρομαχτική του αθώου. Ανοιχτά, περήφανα τα μάτια του,κι όλο το δάσος να σαλεύει ακόμη πανωστον ακηλίδωτον αμφιβληστροειδή.Στόν εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μιά ηχώ ουρανού καταστραμμένη.Και μονάχα στην κόγχη από τ’ αριστερό του αυτί, λίγη,λεπτή, ψιλούτσικη άμμο, καθώς μέσα στα όστρακα.Όπου σημαίνει ότι πολλές φορές είχε βαδίσει πλάιστην θάλασσα, κατάμονος, με το μαράζι του έρωτακαι τη βοή του ανέμου.Όσο γι’ αυτά τα ψήγματα φωτιάς πάνω στην ήβη,δείχνουν ότι στ’ αλήθεια πήγαινε ώρες πολλές μπροστά,κάθε φορά που έσμιγε με γυναίκαΘά’ χουμε πρώιμους καρπούς εφέτοςΑ. Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ
Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη απότο πέρασμα τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.Κει που μεμιάς τους έριξε το’ ΑσάλευτοΜπρούμυτα, σ’ένα χώμα που κι η πιό μικρή ανεμώνατου θα’ φτανε να πικράνει τον αέρα του Αδη( Το’ να χέρι μπρός, έλεγες πολεμούσε ν’ αρπαχτείαπ’ το μέλλον, τ’ άλλο κάτω απ’ την έρμη κεφαλή,στραμένη με το πλάιΣα να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενόςξεκοιλιασμένου αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας )Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μιάη πιό κόκκινη, κάλυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλληαβρή, σάλευε κιόλας μές στο διάστημα.Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγαΤο παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπονα χαράζετα, μέσα στη μελανάδα τ’ ουρανούΉλιος νέος, αγίνωτος ακόμηΠου δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιώναπό το ζωντανό τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξειαγκάθι αποχρησμοδοτούσε το έρεβος...Κι απαρχής κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, ΠοταμοίΠλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτηκαι αναστραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώραμε θανατωμένο μέσα τους το ΔήμιοΧωρικοί του απέραντου γαλάζιου !Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα, μήτεη φωνή του Πόλου κατακόρυφα πέφτονταςαναιρούσανε τα βήματά τους,Διάβαζαν άπληστα τον κόσμο με τα μάτια τ’ ανοιχτάγια πάντα, κει που μεμιάς τους έριξε το ΑσάλευτοΜπρούμυτα, κι όπου με βία κατέβαιναν οι γύπεςνα ευφρανθούν τον πηλότων σπλάχνων τους και το αίμαΒ. Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ(Παραλλαγή)
Η παραλλαγή είναι όμοια μέχρι τον στίχο"Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου !"
Δίχως μήνες και χρόνοι να λευκαίνουν το γένι τουςμε το μάτι εγύριζαν τις εποχές, ν’ αποδώσουν σταπράγματα το αληθινό τους όνομαΚαι στο κάθε βρέφος που άνοιγε τα χέρια, ούτε μια ηχώμονάχα το μένος της αθωότητας που ολοέναδυνάμωνε τους καταρράχτες...Μια σταγόνα καθαρού νερού, σθεναρή πάνω απ΄ ταβάραθρα, την έιπανε ’ Αρετή και της έδωσανενα λιγνό αγορίστικο σώμα.Όλα μέρα τώρα η μικρή Αρετή κατεβαίνει κι εργάζεταισκληρά στα μέρη όπου η γη απο άγνοια σήποντανκι είχαν οι άνθρωποι ενεξήγητα μελανουργήσει,Αλλά τις νύχτες καταφεύγει πάντα εκεί ψηλάστην αγκαλιά του Όρους, καθώς μέσα στα μαλλιαράστήθη του Αντρός.Και η άχνα που ανεβαίνει απ’ τις κοιλάδες, έχουννα κάνουν πως δεν είναι λέει καπνός, μα η νοσταλγίαπου ξεθυμαίνει απο τις χαραμάδεςτου ύπνου των ΓΕΝΝΑΙΩΝ.ΛΑΚΩΝΙΚΟΝ
Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε,που η λάμψη μουεπέστρεψε στον ήλιο.Κείνος με πέμπει τώτα μέσα στην τέλεια σύνταξητης πέτρας και του αιθέρος,Λοιπόν, αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι.Ώ λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωροΧειμώνα ελάχιστε,Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάςΚαι στη νύχτα των αφρόνων μ’ενα μικρό τριζόνικατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ήΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣΜονμιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματατων νοσταλγιών της: Μεσημέρι.Άδραξε μυτερό χαλίκι, κι αργά, με δεξιοσύνη, ο ήλιος,πάνω απ’ τον ώμο της Κόρης του Ευθυδίκου, χάραξετα πτερύγια των ξεφύρων.Το φώς δουλεύοντας τα σάρκα μου,φάνηκε μια στιγμήστο στ΄θος το μενεξεδί αποτύπωμα,κει που η τύψημ’ άγγξε κι έτρεχα σαν τρελός. Ύστερα, μες σταπλάγια φύλλα ο ύπνος μ’ αποστέγνωσε, κι έμειναμόνος. Μόνος.Ζήλεψα τη σταλαγματιά που απαρατήρητη δόξαζετα σκίνα. Όμοια να’ μουν στο έπαγκλο μάτι πουαξιώθηκε να δει το τέλος του ’ Ελέους !Ή μήνα κι ήμουν ; Στην τραχύτατη του βράχου, ανάρραγουαπο την κορυφή ως τα βάραθρα, γνώρισατα πεισματικά σαγόνια μου. Που σπάραζαν το κτήνοςμέσα στον άλλον αιώνα.Και η άμμο πέρα, κατακαθισμένη απο την ευφροσύνηπου μου’ δωκεν η θάλασσα, κάποτε, σανβλαστήμησαν οι άνθρωποι κι άνοιγα τις οργιέςμε βιάση μα ξεδώσω μέσα της...να’ ταν αυτό που γύρευα;η Αγνότητα;Το νερό αναστρέφοντας το ρέμα του, μπήκα στο νόηματης μυρσίνης όπου φυγοδικούν οι ερωτευμένοι.Άκουσα ξανά το μετάξι που έψαυε τα τριχωτάμου στήθη ασθμαίνοντας. Και η φωνή " χρυσέ μου ",νύχτα, μέσα στη ρεματιά, που έκοβα το στερνό πρυμνήσιοτων άστρων και πρόσεχε να πάρει σχέδιοτ’ αηδόνι.Τι λαχτάρες αλήθεια και τι χλευασμούς εδέησενα περάσω, με το λίγο του όρκου στα δυο μάτια και ταδάχτυλα έξω απ’ τη φθορά. Τέτοιες χρονιές...ά ναι...!θα’ ταν που εργαζόμουν να γίνει ΄τοσο τρυφερότο απέραντο γαλάζιο !Είπα. Και στέφοντας το πρόσωπο, μες το φώς ξανάτο αντίκριζα να με ατενίζει.Δίχως έλεος.
ΚΙ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ Η ΑΓΝΌΤΗΤΑ
Όμορφη, κι απ’ των χρόνων το σκίασμα συλλογισμένη,κάτω απ’ τον σημαφόρο του ήλιου, η Κόρητου Ευθυδίκου δάκρυζεΠου μ’ έβλεπε να περπατώ, πάλι μέσα στον κόσμοαωτόν, δίχως Θεούς, αλλά βαρύς απ’ ότι, ζώντας,αφαιρούσα του θανάτου.Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματατων νοσταλγιών της: Μεσημέρι.Ο ΑΛΛΟΣ ΝΩΕΈριξα τους ορίζοντες μες στον ασβέστη, και μεχέρι αργό αλλά σίγουρο πήρα να χρίσω τους τέσσεριςτοίχους του μέλλοντος μου.Η ασέλγεια, είπα, είναι καιρός ν’ αρχίσει τώρα τοιερατικό της στάδιο, και σε μιά Μονή Φωτόςν’ ασφαλίσει την υπέροχη στιγμή που ο άνεμος έξυσε λίγοσυννεφάκι πάνω απο τ’ ακρότατο δέντρο της γης.Κείνα που μόνος μόχθησα να βρώ, για να κρατήσω τούφος μου μέσα στην καταφρόνια, θα’ ρθουν...απο το δυνατό του ευκάλυπτου οξύ ως το θρόισμα της γυναίκαςνα σωθούν στην ασκητείας μου την Κιβωτό.Και το πιο μακρινό και παραγκωνισμένο ρυάκι, κιαπ’ τα πουλιά το μόνο που μ’ άφηκαν, το σπουργίτι,κι απο το πενιχρό της πίκρας λεξιλόγιο, δυο, καν τρία,λόγια: ψ ω μ ί, κ α η μ ό ς, α γ ά π η. . .(Ω Καιροί που στρεβλώσατε το ουράνιο τόξο, κιαπ΄ το ραμφί του σπουργιτιού αποσπάσατε το ψίχουλο, καιδεν αφήσατε μήτε τόση δα φωνούλα καθαρούνερού να συλλαβίσει στη χλόη την αγάπη μου,Εγώ που αδάκρυτος υπόμεινα την ορφάνια της λάμψης,ώ Καιροί, δε συγχωρώ.)Κι όταν, ο ένας του άλλου τρώγωντας τα σπλάχνα,λιγοστέψει ο άνθρωπος, κι απο τη μια στην άλληΓενεά, κυλώντας το Κακό, αποθηριωθεί μέςστο παντερειπωτικό ουράνιο.Τα λευκά της μοναξιάς μου μόρια, πάνω απο τη σκουριάτου χαλασμένου κόσμου στροβιλίζοντας, θα πάννα δικαιώσουν τη μικρή μου σύνεσηΚι αρμοσμένα πάλι τους ορίζοντες μακριά θ’ ανοίξουν,ενα ενα στα χείλη του νερού να τρίξουντα λόγια τα πικρά,Το παλιό μου της απελπισίας νόημα δίνονταςΏσαν δάγκωμα σε φύλλο ουρανικού ευκαλύπτου,η άγια των ηδονών ημέρα να μυρίσειΚαι γυμνή ν’ ανέβει το ρεύμα του Καιρούη Γυναίκα η ΧλοοφόροςΠου μ’ αργότης ανοίγοντας βασιλική τα δάχτυλα,μια για πάντα θα στείλει το πουλίΣτων ανθρώπων τον ανίερο κάματο, απο και πουέσφαλε ο Θεός, να στάξειΤρίλια της Παράδεισος !ΕΦΤΑ ΜΕΡΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΚΥΡΙΑΚΗ: Πρωί, στο Ναό του Μοσχοφόρου. Λέω:να γίνει αληθινή σα δέντρο η ωραία Μυρτώ καιτ’ αρνάκι της ,κοιτάζοντας ίσια στα μάτια το δολοφόνο μου,για μια στιγμή, να τιμωρήσει το πικρότατο μέλλον.ΔΕΥΤΕΡΑ: Παρουσία χλόης και νερού στα πόδια μου.Που θα πει πως υπάρχω. Πρίν ή μετά το βλέμμα πουθα μ’ απολιθώσει, το δεξί χέρι ψηλά κρατώνταςενα πελώριο γαλάζιο Στάχυ. Για να ιδρύσωτα Νέα Ζώδια.ΤΡΙΤΗ: Έξοδος των αριθμών. Πάλη του 1 με το 9σε μια παραλία πανέρημη, γεμάτη μαύρα βότσαλα,φύκια σωρούς, μεγάλες ραχοκοκαλιές θηρίων στα βράχια.Τα δυο παλιά κι αγαπημένα μου άλογα, χρεμετίζονταςόρθια πάνω απο τους ατμούς που ανεβάζειτο θειάφι της θαλάσσης.ΤΕΤΑΡΤΗ: Απο την άλλη μεριά του Κεραυνού.Το καμένο χέρι που θα ξαναβλαστήσει. Να ισιώσειτις πτυχές του κόσμου.ΠΕΜΠΤΗ: Ανοιχτή θύρα: σκαλοπάτια πέτρινα,κεφαλές απο γεράνια, και πιο πέρα στέγες διάφανες, χαρταετοί,τρίμματα χοχλιδιών στον ήλιο. Ένας τράγοςμηρυκάζει αργά τους αιώνες, κι ο καπνός, γαλήνιος,ανεβαίνει μέσ’ απο τα κέρατα.Την ώρα που κρυφά, στην πίσω αυλή, φιλιέταιη κόρη του περιβολάρη, κι απο την πολλή αγαλλίασημια γλάστρα πέφτει και τσακίζεται.Ά,να σώσω αυτόν τον ήχο !ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ: Της Μεταμορφώσεως των γυναικώνπου αγάπησα χωρίς ελπίδα. Ηχώ: Μα ρί νααα!Ελέ νηηη! Κάθε χτύπος καμπάνας, κι απο μιαπασχαλιά στην αγκαλιά μου. Ύστερα φώς παράξενο,και δύο ανόμοια περιστέρια που με τραβούν ψηλάσ’ένα κισσοστολισμένο σπίτι.ΣΑΒΒΑΤΟ: Κυπαρίσσι απο το σόι μου, που το κόβουνάντρες βλοσυροί και αμίλητοι: γι’ αρρεβώναή θάνατον. Σκάβουν το χώμα γύρω και το ραντίζουνμε γαρυφαλλόνερο.Έχοντας εγώ κιόλας απαγγείλει τα λόγιαπου απομαγνητίζουν το άπειρο !

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου