Κυριακή 28 Ιουνίου 2009
Intifada
Seis miliones de judios aniquilados de la forma mas cruel.Un genocido imperialista por ejercitos fascistas, de la historia hay que aprender.Las victimas se han convertido en los verdugos se vuelven del reves,clonizando territorios Palestinos, de nuevo atentando a la sensatez.Muertos, muertos!!! ¿En nombre de quién?Muertos, muertos!!! De IsraelMuertos, muertos!!! ¿En nombre de quién?Muertos, muertos!!! De YavéQue harias tu si te echaran de tu casa sin derecho a rechistarPisoteando tu cultura, sumergido en la locura por perder la dignidad.Palestina esta sufriendo en el exilio la opulencia de Israelpor un govierno prepotente, preparado para la guerra, por tu ya sabes quien.Muertos, muertos!!! ¿En nombre de quién?Muertos, muertos!!! De IsraelMuertos, muertos!!! ¿En nombre de quién?Muertos, muertos!!! De YavéPiedras contra balas una nueva intifada en Cisjordania, en Gaza o en Jerusalem.Ohh, quién podria imaginar oh...que David fuese Goliath (2x)Ohh Intifada, IntifadaOhh Intifada, liberación!No confundas mi postura, soy ateo y no creo en ningun dios,no diferencio a las personas por su raza, su cultura o su mierda de religion!Solo condeno el sufrimiento, la injustia y el abuso de poderPalestina es sometida a la mas terca de las guerras, la opulencia de Israel.Muertos, muertos!!! ¿En nombre de quién?Muertos, muertos!!! De IsraelMuertos, muertos!!! ¿En nombre de quién?Muertos, muertos!!! De YavéPiedras contra balas una nueva intifada en Cisjordania, en Gaza o en JerusalemOhh, quién podria imaginar oh...que David fuese Goliath (4x)Ohh Intifada, intifadaOhh Intifada, liberación! (2x)
Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009
~METAL ~
Τετάρτη 1 Απριλίου 2009
Emty words and bricked walls...
Hey there, you seem like you dont care
You just cant taste the dream you stare
But who told you that they play a game that's fair?
You think you 're good but they feed you lies and despair
So what about now?
Where are we going so fast?
Why anything I hold can't last?
Where are we going so fast?
In the dark?
Where are we going?
2.Train Road Transfigured
Like a snake that crawls alone,
Like the sun's death in the dawn
An image that once was mine
Runs through ashes and through time
To find another shape to feel complete
And I'm still roaming in your streets
I hsve lost the sense of need
I have no more dreams to feed
Nothing else in my head to throw
Emptiness is a sinking soul
Candlelights in the air are burning still
Once again I can not bleed
And as the dream is getting closer on me
I feel like a bird that is setting free
Like a snake that roams alone
I havent found a place to call it home...
3.Ernesto...
How you will understand the time you re still ready to go?
How you will find a way to dream all the fire I own?
Through silent cries your shadow flies
You will find a way to try
Still you don’t know how to roll
Collect all the shines to tell you the truth
No matter dark thoughs that you put me through
Does your tears know how to flow?
How do you think you ll break the gate that is standing in front of you?
How you will manage make a step to the moon of the doom?
4.Lung
You can feel your soul will fall
A hole you ‘ve never felt before
Like a dead pion in your chest
I have nothing to feel blessed
And as I m falling more and more
As my soul still roams alone
I don’t know if that it s true
Trying to find myself through you
An inspiration source for me
One touch can set me free
So god damn why you just cant be
An image I ll be small to see
And now you even doupt
If you can trust yourself
Some god is taking care
All the dreams you ve never shared
All the pain is in the game
But I still wonder if it s real
To find someone to blame
And then give up your growing fear
Eating old emotions again and again
Wishing for depression and roads from sky to death
It started like fun but (can you tell me) why it turned so bad?
All these nights I burn my dreams to fade this endless end
5.Turn the page
Turn off the light, I wanna see the world out of my window,
I wanna feel the night, strangers pass by like a slide show,
Do you feel it diferent? Does it feeling bad?
An image you 'd never call friend,
While white lights passing by.
New sounds, new thoughts, new steps to walk
A dream that I can't find a way to flop
I only come to leave someday
My best choise light a burning way
Changes, different strangers, are passing fadind away
A voice of faces, a voice of places, screams in my head to stay
I felt you like a song I never wanted to write
But now you 're gone out of my life,
and till that day
rain makes my feeling dry
I know sunshine will fly
I 'll find a way to be allwright
But can you really explain me why,
It's so fucking hard to say goodbye?
6.Storyteller upon my Grave
the time you think you hold me for good
that time I choose to walk away from you
a thousand people...but you I m alone
All I remember is a broken wall
the things will never be like they were before
she couldnt give me...a litle bit more
and when they take me to the other map
I see that everything they told me for this plce are crap
look behind and ask...what have i done?
i realize that theese years i have became no more than a slave
the same man was teaching how to talk and behave
a storyteller...upon my grave
now i can see all things that you just never let me to see
now i can feel becoming what you never let me to be
the next time fuckers...i will be free...
Outro:
And I 'm still burning...
But the hit is opening again the same scar...
Your memory...
A picture who is lost through burning roads and screaming damned avenues...
A dusty deceive of an overfloating shadow...
A shadow that once was in love with the doom of a bloody night just a moment before the sunrise kill her...
Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009
Odysseas Elyths - Prosanatolismoi (1941)
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ (1941)
Départ dans l' affection et le bruit neufs
RIMBAUD
ΠΡΩΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
I
Ο έρωταςΤο αρχιπέλαγοςΚι η πρώρα των αφρών τουΚι οι γλάροι των ονείρων τουΣτο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζειΈνα τραγούδι
Ο έρωταςΤο τραγούδι τουΚι οι ορίζοντες του ταξιδιού τουΚι η ηχώ της νοσταλγίας του
Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένειΈνα καράβι
Ο έρωτας
Το καράβι του
Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του
Κι ο φλόκος της ελπίδας του
Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει
Τον ερχομό.
II
Παιχνίδια τα νερά
Στα σκιερά περάσματα
Λένε με τα φιλιά τους την αυγή
Που αρχίζει
Ορίζοντας -
Και τ' αγριοπερίστερα ήχοΔονούνε στη σπηλιά τους
Ξύπνημα γαλανό μες στην πηγήΤης μέραςΉλιος -
Δίνει ο μαΐστρος το πανί
Στη θάλασσα
Τα χάδια των μαλλιών
Στην ξεγνοιασιά του ονείρου του
Δροσιά-
Κύμα στο φωςΞαναγεννάει τα μάτιαΌπου η Ζωή αρμενίζει προςΤ' αγνάντεμαΖωή -
III
Φλοίσβος φιλί στη χαϊδεμένη του άμμο - ΈρωταςΤη γαλανή του ελευθερία ο γλάροςΔίνει στον ορίζονταΚύματα φεύγουν έρχονταιΑφρισμένη απόκριση στ' αυτιά των κοχυλιών
Ποιος πήρε την ολόξανθη και την ηλιοκαμένη;Ο μπάτης με το διάφανό του φύσημαΓέρνει πανί του ονείρουΜακριάΈρωτας την υπόσχεσή του μουρμουρίζει - Φλοίσβος.
ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ
Ι
Όλα τα σύννεφα στη γη εξομολογήθηκανΤη θέση τους ένας καημός δικός μου επήρε
Κι όταν μες στα μαλλιά μου μελαγχόλησεΤο αμετανόητο χέρι
Δέθηκα σ' έναν κόμπο λύπης.
II
Η ώρα ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως θύμηση
Με το δέντρο της αμίλητο
Προς τη θάλασσα
Ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως φτερούγισμα
Με την όψη της ακίνητη
Προς τη θάλασσα
Βραδιάζοντας
Δίχως έρωτα
Με το στόμα της ανένδοτο
Προς τη θάλασσα
Κι εγώ - μες στη Γαλήνη που σαγήνεψα.
III
Απόγευμα
Κι η αυτοκρατορική του απομόνωση
Κι η στοργή των ανέμων του
Κι η ριψοκίνδυνη αίγλη του
Τίποτε να μην έρχεται Τίποτε
Να μη φεύγει
Όλα τα μέτωπα γυμνάΚαι για συναίσθημα ένα κρύσταλλο.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΥΣΗ
Ι
Χαμόγελο! Η πριγκίπισσά του θέλησε
Να γεννηθεί κάτω απ' τη δυναστεία των ρόδων!
II
Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιώνΤα μάτια μου ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του
Γύρω απ' την ολοπράσινη επιτυχία των φύλλωνΟι πεταλούδες ζουν μεγάλες περιπέτειες
Ενώ η αθωότητα
Ξεντύνεται το τελευταίο της ψέμα
Γλυκιά περιπέτεια ΓλυκιάΗ Ζωή.
III
Επίγραμμα
Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φωςΠριν απ' τον Έρωτα έρωταςΚι όταν σε πήρε το φιλίΓυναίκα.
ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ
Ι
Όνειρα κι όνειρα ήρθανεΣτα γενέθλια των γιασεμιώνΝύχτες και νύχτες στις λευκέςΑϋπνίες των κύκνων
Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλαΌπως μες στον απέραντο ουρανόΤο ξάστερο συναίσθημα.
II
Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή
Και πίσω απ' τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη
Ερωμένη
Αλλοτινών ήχων γόησσα
Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί
Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του
Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του - εκεί.
III
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχταΌλα τα δάχτυλαΣιωπή
Έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο του ονείρουΣιγά σιγά ξετυλίγεταιΗ εξομολόγησηΚαι σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ' άστρα!
IV
Ένας ώμος ολόγυμνοςΣαν αλήθεια
Πληρώνει την ακρίβεια τουΣτην άκρια τούτη της βραδιάςΠου φέγγει ολομόναχηΚάτω απ' τη μυστικιά ημισέληνοΤης νοσταλγίας μου.
V
Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες
Μαβιές
Κόκκινες
Κίτρινες
Τ' ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνοΤα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμοΤα μάτια της σιωπή.
VI
Ανεξιχνίαστη νύχτα πίκρα δίχως άκρηΒλέφαρο ανύσταχτοΠριν βρει αναφιλητό καίγεται ο πόνοςΠριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός
Καρτέρι μελλοθάνατο
Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο
Στην ποδιά της μοίρας του συντρίβεται.
VII
Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνειαΤης δράσης
Κι ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί
Ακούσιος καταρρέει
Μες στην ιδέα που αχρηστεύεται απ' το μελαγχολικό
Σιωπητήριο.
ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ ΕΠΟΧΗ
I
Ξέρεις την κόμη που έγραψε τον άνεμο; Τις ματιές που παραλληλίσανε το χρόνο; Τη σιωπή που ένιωσε τον εαυτό της;
Αλλά είσαι εσύ μια νυχτερινή επινόηση που αρέσκεται στις βροχερές εκμυστηρεύσεις. Που αρέσκεται στο τριίστιο ξάνοιγμα του πόντου. Είσαι μια περίπτωση ακατόρθωτη που όταν ναυαγήσει βασιλεύει. Μια φανταχτερή καταστροφή είσαι...
Α! Θέλω να' ρθουν τα στοιχεία που ξέρουν ν' αρπάζουν. Η μέση τωνσυλλογισμών μου θα ευφράνει την καμπύλη τους διάθεση. Όταν ανέβουν μεγαλώνοντας τα δαχτυλίδια ο ξαφνικός ουρανός θα πάρει το χρώμα της προτελευταίας μου αμαρτίας
Ενώ η τελευταία θα γοητεύεται ακόμη από τα μοναχικά τούτα λόγια!
II
Ένα ποδοβολητό τελειώνει στην άκρη της ακοής. Μια σουρωμένη καταιγίδα χιμάει μες στο νεανικό στήθος που σπαταλάει την ανεξήγητη φεγγοβολή του.
Η επιθυμία έχει μια πολύ ψηλή κορμοστασιά και στις παλάμες τηςκαίει η απουσία.Η επιθυμία γεννάει το δρόμο της όπου θέλει να περπατήσει. Φεύγει...
Κι ένας λαός από χέρια προς εκείνη ανάβει θαυμασμού παρανάλωμα!
III
Τι όμορφη! Έχει πάρει τη μορφή της σκέψης που την αισθάνεταιόταν αυτή αισθάνεται πως της είναι αφιερωμένη...
IV
Στ' αμπέλια που δεν έχουνε ηλικία κρύφτηκαν οι καλοκαιρινές μουεγκαταλείψεις. Ένας κυματισμός ονείρου τραβήχτηκε τ' άφησε κειδε ρώτησε. Στα κουφά δίχτυα τους το βόμβο στριφογύρισαν σμήνημέλισσες. Τα στόματα μοιάσανε στα χρώματα φύγαν μέσ' από τ' άνθη.Τα νερά πολύ πρωινά σταμάτησαν τη μιλιά τους νυχτερινή κι άθικτη.
Είναι για να μην ξέρεις πια τίποτε.
Κι όμως πίσω από τ' αγνοημένο αυτό βουναλάκι υπάρχει ένα συναίσθημα. Δεν έχει δάκρυα ούτε συνείδηση.
Δε φεύγει δεν επιστρέφει.
V
Ένα δίχτυ αόρατο συγκρατεί τον ήχο που αποκοίμισε πολλές αλήθειες. Ανάμεσα στα πορτοκάλια του δειλινού της γλιστρά η αμφιβολία. Φυσάει το αμέριμνο στόμα. Η γιορτή του κάνει να λάμπουν οι επιθυμητές επιφάνειες. Μπορεί να πιστέψει κανείς ως και τον εαυτό του. Να νιώσει την παρουσία της ηδονής ως μες στις κόρες των ματιών του.
Των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα. Και βρίσκουνε την παρθενική τους ασέλγεια μέσα στη διάφανη δροσιά της πιο νυχτερινής χλόης μου.
VI
Ένα ζαρκάδι τρέχει την κορυφογραμμή. Κι εσύ δεν ξέρεις τίποτεγι' αυτό είναι τόσο καθαρό το διάστημα. Κι αν μάθεις ποτέ η βροχήπου θα σε κατακλύσει λυπητερή θα είναι.
Φεύγα ζαρκάδι! Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν κορυφογραμμή.
VII
Παραμύθια γαλουχήσανε τη βλάστηση της ηλικίας αυτής που ανεβάζει τις νεραντζιές και τις λεμονιές ως την έκπληξη των ματιών μου.Τι θα ήταν η ευτυχία με το ακατόρθωτο σώμα της αν είχε μπερδευτείμες στις ερωτοτροπίες των χλωρών αυτών εκμυστηρεύσεων; Δυο χέρια περιμένουνε. Στον αγκώνα τους στηρίζεται ολόκληρη γη. Στηναναμονή τους ολόκληρη ποίηση. Πίσω απ' το λόφο υπάρχει το μονοπάτι που χάραξε η φρέσκια περπατηξιά της διάφανης εκείνης κόρης.Είχε φύγει μέσ' από το πρωί των ματιών μου (καθώς τα βλέφαρα είχανε κάνει το χατίρι του ήλιου τους) είχε κρυφτεί πίσω απ' τον ίσκιο της επιθυμίας μου - κι όταν μια θέληση πήγε να την κάνει δική της αυτή χάθηκε φυσημένη από στοργικούς ανέμους που η προστασία τους ήτανε φωτεινή. Το μονοπάτι αγάπησε το λόφο κι αυτός πια ξέρει καλά το μυστικό.
Έλα λοιπόν αλαργινή εξαφάνιση! Τίποτε άλλο δεν ποθούν περισσότερο οι αγκαλιές των κήπων. Στην αφή της παλάμης σου θ' αναγαλλιάσουν οι καρποί που τώρα μετεωρίζονται άσκοποι. Στο διάφανο στήριγμα της κορμοστασιάς σου τα δέντρα θα βρουν τη μακροχρόνια εκπλήρωση των ψιθυρισμένων τους απομονώσεων. Στην πρώτη σου ξεγνοιασιά θ' αυξήσουν τα χορτάρια σαν ελπίδες. Η παρουσία σου θα δροσίσει τη δροσιά.
Τότε θ' ανοίξεις μέσα μου τα ριπίδια των συναισθημάτων. Δάκρυασυνειδήσεων πολύτιμες πέτρες επιστροφές κι απουσίες. Κι ενώ θατρέχει ο ουρανός κάτω απ' τις γέφυρες των πλεγμένων χεριών μαςενώ οι πιο πολύτιμοι κάλυκες θα ταιριάζουνε στα μάγουλά μας θα δώσουμε το σχήμα του έρωτα που λείπει από τις οράσεις αυτές
Τότε θα δώσουμε
Στη λειτουργία των δυσκολότερων ονείρων μια σίγουρη παλινόρθωση!
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ
ΩΡΙΩΝ
α'
Συμβιβάστηκε με την πικρία ο κόσμοςΔιάττοντα ψεύδη αφήσανε τα χείλιαΗ νύχτα ελαφρωμένηΑπό το θόρυβο και τη φροντίδαΜέσα μας μετασχηματίζεταιΚι η καινούρια σιωπή της λάμπει αποκάλυψη
Βρίσκομε το κεφάλι μας στα χέρια του Θεού.
β'
Μια προσευχή μεταμορφώνει τα ύψη τηςΑλλάζει κοίτη ο χρόνοςΚαι γυμνούς από έγνοια επίγειαΣ' άλλα νοήματα μας οδηγεί
Πού είναι ο σφυγμός του εδάφους
Το αίμα στη μνήμη των προσώπων μας
Ο αυτούσιος πηγαιμός;
γ΄
Των φθαρτών δακρύων απόγονοιΚωπηλάτες των ματαίων λιμνώνΑφήσαμε το γήινο δέρμαΚαι στον ψίθυρο των δέντρων ψαύσαμεΤα λόγια μαςΓια τελευταία φορά
Τώρα στα μέτωπά μας γειτονέψανε άστρα!
δ'
Εικόνα ω! αναλλοίωτη
Φωτοχυσία
Ντύνεις κάθε μετέωρη έννοια
Που προσεγγίζει την ελπίδα μας
Προς την αταραξία
Εκεί το ερωτηματικό που μας αποχωρίζεται
Είσαι παντού ΜοιράζεσαιΤις σκοτεινές μας άρπεςΆϋλο περίβλημα.
ε΄
Φύγαν τα μάτια μας αλλά προπορεύονταν οι ψυχές μαςΣτη συνάντησή τους μες στους ουρανούςΈλαμψε καθαρή στιγμήΤρεμούλιασμα εναγώνιοΤο πιστό καθρέφτισμα των σωθικών μας
Πιο ψηλά
Στην ενωμένη μοναξιά των άστρων της
Θρονιάζεται η Γαλήνη
Γιατί την απαλλάξαμε από το κορμί μαςΓιατί την εξαντλήσαμε από τις ελπίδες μαςΓιατί της φέραμε τάμα την Ιδέα μας
Ξαναγεννάει αισθήματα.
ς'
Μέσα μας αναλύθηκεν η ΣιωπήΟ αρχάγγελός της άγγιξε τα μύχια
Σ' ακατοίκητο χάος κύλησε τη μνήμηΌταν εχαρισθήκαμε σε μιαν απίστευτη όχθη
Όχθη των ελαφρών σκιών
Ονειρεμένη άλλοτε από δάκρυα
Τα χρυσά στίγματα μας κοίταξαν
Τόσο που αποσπασθήκαμε απ' το βάρος μας
Όπως αποσπασθήκαμε απ' την αμαρτία!
ζ'
Νοητή λάμψη
Κυανό διάστημα
Κάθαρση της ψυχής!
Σαν να 'λειψε ο επίγειος θόρυβος
Σαν να σταμάτησε η κακία της μνήμης
Καθαρό πάλλεται
Το καινούριο μας όνειρο
Μας τραβάει απ' το χέρι αόρατο χέρι
Όπου Γαλήνη γίνεται ο αθώος ουρανός Όπου η Ψυχή ελέγχεται αναλλοίωτη.
ΕΠΕΤΕΙΟΣ
...even the wearist river
winds somewhere safe to sea!
Έφερα τη ζωή μου ως εδώΣτο σημάδι ετούτο που παλεύειΠάντα κοντά στη θάλασσαΝιάτα στα βράχια επάνω, στήθοςΜε στήθος προς τον άνεμοΠου να πηγαίνει ένας άνθρωποςΠου δεν είναι άλλο από άνθρωπος
Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινεςΣτιγμές του, με νερά τα οράματαΤης ακοής του, με φτερά τις τύψεις τουΑ, Ζωή
Παιδιού που γίνεται άντραςΠάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιοςΤον μαθαίνει ν' ανασαίνει κατά κει που σβήνεταιΗ σκιά ενός γλάρου.
Έφερα τη ζωή μου ως εδώΆσπρο μέτρημα μελανό άθροισμαΛίγα δέντρα και λίγαΒρεμένα χαλίκια
Δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωποΠοιο μέτωπο
Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πιαΚανείς δεν είναιΝ' ακουστεί ένα βήμα ελεύθεροΝ' ανατείλει μια φωνή ξεκούραστηΣτο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφονταςΌνομα πιο γλαυκό μες στον ορίζοντά τουςΛίγα χρόνια λίγα κύματαΚωπηλασία ευαίσθητηΣτους όρμους γύρω απ' την αγάπη.
Έφερα τη ζωή μου ως εδώΧαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει- Όποιος είδε δυο μάτια ν' αγγίζουν τη σιωπή τουΚι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμουςΑς θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιουςΠιο κοντά στο φως
Υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα -Μα εδώ στο ανήξερο τοπίο που χάνεταιΣε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανέλεηΜαδά η επιτυχία
Στρόβιλοι φτερώνΚαι στιγμών που δέθηκαν στο χώμαΧώμα σκληρό κάτω από τ' ανυπόμοναΠέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγοΗφαίστειο νεκρό.
Έφερα τη ζωή μου ως εδώΠέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείοΠιο πέρα απ' τα νησιάΠιο χαμηλά απ' το κύμαΓειτονιά στις άγκυρες- Όταν περνάν καρίνες σκίζοντας με πάθοςΈνα καινούριο εμπόδιο και το νικάνεΚαι μ' όλα τα δελφίνια της αυγάζ' η ελπίδαΚέρδος του ήλιου σε μι' ανθρώπινη καρδιά -Τα δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνεΜΜια μορφή από αλάτιΛαξεμένη με κόποΑδιάφορη άσπρη
Που γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών τηςΣτηρίζοντας το άπειρο.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
α΄
Με δάδες που ξενύχτησαν μες στις οργιάζουσες πλαγιές των ξανθών
ορχηστρίδωνΚαι με γαλάζιους σταλακτίτες που μεγάλωσαν μέσα σε παραμύθια με
ύαινεςΑντάμα με χλωρές επαύλεις που ανοίγονται στο γέλιο τους και δε
βρίσκουν πρωίΜα όλα τα πυροφάνια τις τρελαίνουν στέλνοντας τις οπτασίες τους
άθικτες
Μαζί με τις υδρίες των όρθρων που συμπερπατούν φωτοσκιασμένες με ήλεκτρο
Και με τους πέπλους των ξεχτένιστων ελπίδων που ατενίζουν τον εαυτό τους πέρα στις μεταβλητές θωπείες των οριζόντων
Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας
Σαν άσπρες ξεγνοιασιές ανεμόμυλων οι ώρες έρχονται που αγάπησαν
τις ώρες μας
Με βήμα τελετουργικό σε λυγερή προϋπάντηση Μαρτίων οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας!
β'
Ποια φωτοστέφανα ειδυλλίων! Ζαρκάδια φύγετε απ' εδώ φύγετε απ' την ευθυμία του καταρράκτη
Που σπάζει όλο τον ήχο του τσαγρίζοντας τα μέτωπα των εσπερίων παρθένων
Ουράνια τόξα πλεύσετε μες στους κρυστάλλους και τους ουρανούς που έστειλαν ως εδώ κεχριμπαρένια πλοιάρια
Είναι μια μαγική φωτιά που ανοίγει τα ριπίδια των βουνοπλαγιών μέ- σα στα εμβρόντητα ταξίδια μας
Είναι μια χαίτη που κεντρίζεται απ' την τυχερή κατηφοριά των λαγ- καδιών μιας νεότητας
Γυαλίζοντας τις αιχμηρές ματιές μας όταν αναφλέγονται οι χιτώνες
όλοι της εκστάσεως
Όταν οι μνήμες εκπυρσοκροτούν και βγαίνουν από τα μικρά παράθυ- ρά τους υάκινθοι
Κυανοί και μυοσωτίδες με μικρούς ιβίσκους όλους χάρη όταν προ- σηλώνονται
Στις ρέουσες πεδιάδες που γητεύουν τα σουραύλια μεθυσμένων επι- θυμιών
Στα μεγάλα τόξα των μεγάλων θριαμβευτών δάσους εφήβου.
γ΄
Έλκηθρα δίδυμα σύρετε πυρσούς μέσα στο ανώνυμο τάνυσμα της ατμοσφαίρας
Σκούνες γοργές του πόθου εξιστορήσετε το πέλαγος με ρόχθο και άνεμο
Μάγουλα των νυμφών νιφτείτε όλη την άνοιξη ανασαίνοντάς την.
Κατά δω θα πνεύσει μια αιωνιότητα!
Σ' όλες τις κρήνες σ' όλες τις πηγές μια ιαχή θρυμματισμένη ξαναε- νώνεται
Ιαχή ζωής όλη ελιγμούς μέσ' από τις δροσιές ως την ηχώ της που σαλπίζει
Στα πεζούλια των άστρων το γενναίο σύναγμα των ασπίλων χεριών
Των χεριών μας που έπλασαν με φως από καρδιά το ιδεατό τους σκίρ- τημα...
Ω! σαν μας ντύσουν οι ώρες το δικό τους ρίγος κι υψωθεί απ' τον τέ- τοιον ύμνο το ενθουσιασμένο παρανάλωμα
Των κορμιών που κερδίζουν το αίμα τους σκύβοντας ολονυχτίς στις ρίζες της Χίμαιρας!
δ'
Σαν τις φρεσκοχυμένες οπτασίες που στίλβουν την πολύεδρη τύχη των κυνηγητών τους μες στο ξάγναντο
Κι αφήνουν τα μαλλιά τους διθυραμβικά να πλέκονται μες στις λατά- νιες φεγγερών στοών
Σαν φρούτα σπάνια που γιορτάζουνε το χνούδι του πιο χλοερού των θριάμβου
Σπινθηροβολώντας στις παλάμες γυναικών που ωράισαν τη διαύγεια
Σαν μύθοι που έσπασαν τις πύλες των βουβών ανακτόρων τους βοών- τας μια καινούρια αλήθεια
Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας
Μ' ανοιξιάτικα χείλια και χορδές πτηνών που βγαίνουν απ' το σφρί- γος τους
Χαράζοντας μια λεία καμπύλη στο κενό οι ώρες έρχονται που αγάπη- σαν τις ώρες μας...
Κι είν' όλος τους ο αιθέρας ποίημα που πλαταίνει κι ανοίγεται
Σαν η πρώρα του ύπνου μπαίνει στη ζωή που ορέγεται άλλη ζωή
Σαν οι κόλποι ανοίγουνε κρυφό σφυγμό κι από τον κάθε χτύπο τους
ένα κορίτσι βγαίνει τραγουδώντας μύρτα
Τραγουδώντας μες στα τούλια των χρωματιστών ανέμων α! υπάρξεις περιούσιες...
ε΄
Πυρρόξανθο μαστίγωμα! Πούπουλα εκτυφλωτικά σαν στροβιλίζον- ται μέσα στ' αλώνια
Κι ο άνεμος τα λυμαίνεται με θημωνιές που κρύβονται από τη μονο- μαχία του ήλιουΌταν αρχίζει στα ξανθά κεφάλια των πρωτόβγαλτων περιπετειών
Εκρήξεις - όταν οι βηματισμοί των πόθων φλέγονται τραντάζοντας τις θυμωμένες γέφυρες
Κι όλος ο κόπος στάζει σε διαμάντια
Κι όλος ο κόπος πέφτει από τη δόξα ημέρας που εγνώρισε το αχόρταγο ξεδίπλωμα της νεότητας...
Αίμα στην πράξη αυτή! Αίμα στις πράξεις μας - στις καυτερές αφές του γήινου κόσμου αίμα!
Γιατί πετάξαμε μιαν αγκαλιά φλοιούς με χαραγμένα ονόματα στην αμ- μουδιά που ελπίζει πάντα
Γιατί λασκάραμε όλα μας τα χαλινάρια κατακτώντας τις νωπές κοιλά- δες της νοτιάς
Γιατί τρεμίσαμε τα βλέφαρα της κάθε μας συγκίνησης μέσα σε παν- δαιμόνιο βόμβων και χρωματισμών
Πιστέψαμε τα Βήματά μας - ζήσαμε τα Βήματά μας - είπαμε τα Βή- ματά μας άξια!
ς'
Μόχθος περιστεριών οι πλάτες της ημέρας γέρνουν στην ευδία του
ήλιου τους
Σύγκορμα τρέμουν τ' απαράμιλλα πουλιά στα λατρευτά ροδάκιναΕίναι το φως που ενστερνισθήκανε και τ' ανυψώνει ως τις καρδιές μιας
ύπαρξης που αλλάζει
Όλους τους δρόμους των ζέφυρων προς τα εκεί που φλέγονται τα αι- σθήματα
Που όλα τα στήθη σφίγγουν τις εικόνες τους ακατανίκητα έπαθλα μιας
καθαρής ζωήςΚι είν' η μεγάλη προσμονή σπόρος που σκίζει όλο το χώμα για να βρει
την άνοιξη
Άπλωμα δύναμης βαθιά κι ως τ' άστρα που αγναντεύουν!Α τα γυμνά κορμιά στ' αετώματα του χρόνου χαραγμένα - οι κύκλοι
των ωρώνΠου ήβραν τις ώρες μας και πάλεψαν σώμα με σώμα ώσπου να λάμψει
ο Έρωτας
Ο Έρωτας που μας παίρνει και μας ξαναδίνει σαν παιδιά μες στην πο- διά της Γης!
ζ΄
Κι αύριο είναι πρωί - μα εμείς σήμερα θα καλπάσουμε προς τις κρυψώνες του ήλιου
Με χρυσές μπρατσέρες θα 'βγουμε στον κίνδυνο πιο πέρ' απ' τ' ακρω- τήριο της καλής ανταύγειας
Προς τις σπαθωτές φιλίες των υποσχέσεων που έστησαν κιόσκια μες στη μέση της χαράς
Υψώνοντας τις φλόγες των σαν τ' αλαφριά κορμιά της καλοσύνης
Θα ξαφνιάσουμε τις θαρραλέες σφενδόνες του οίστρου μιας ωκεανο- πορίας
Χτυπώντας τις παλάμες μας ώσπου ν' ακούσ' η Γη κι ανοίξει όλα τα πέ- ταλα των μυστηρίων της
Κι αύριο είναι πρωί - μα εμείς σήμερα θα προσφέρουμε τις ώρες μας προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλαση
Κι ας παν τα τραύματα της λύπης σ' άλλο μούχρωμα - σ' άλλον λι- μναίο καθρέφτη να σωπάσουν
Ας κρυφτούν οι κύκνοι των ευαισθησιών μες στη χλωρίδα μιας ψιθυ- ρισμένης οάσεως
Τα οργώματα της λεβεντιάς είναι για θούρια πρασινάδας λυγισμένης με άνεμο και λόγο!
ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ
Les temps est si clair que
je tremble qu'il ne finisse...
ANDRE BRETON
Στον Ανδρέα Εμπειρίκο
ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ
α΄
Θυμώνει ο ήλιος, ο ίσκιος του αλυσοδεμένος κυνηγάει τη θάλασσαΈνα σπιτάκι, δυο σπιτάκια, η φούχτα που άνοιξε από τη δροσιά και
μυρώνει τα πάνταΦλόγες και φλόγες τριγυρνούν ξυπνώντας τις κλειστές πόρτες
των γέλιων
Είναι καιρός να γνωριστούνε οι θάλασσες με τους κινδύνουςΤι θέλετε ρωτά η αχτίδα, και τι θέλετε ρωτά η ελπίδα κατεβάζοντας
τ' άσπρο της ποκάμισο
Μα ο άνεμος στέρεψε τη ζέστη, δυο μάτια σκέπτονταιΚαι δεν ξέρουν που να καταλήξουν είναι τόσο πυκνό το μέλλον τους
Μια μέρα θα 'ρθει που ο φελλός θα μιμηθεί την άγκυρα και
θα κλέψει τη γεύση του βυθούΜια μέρα θα 'ρθει που ο διπλός εαυτός τους θα ενωθείΠιο πάνω ή πιο κάτω από τις κορυφές που εράγισε το αποψινό
τραγούδιΤου Έσπερου, δεν έχει σημασία, η σημασία είναι άλλου
Ένα κορίτσι, δυο κορίτσια, γέρνουν στα γιασεμιά τους κι αφανίζονταιΜένει ένα ρυάκι να τα εξιστορήσει μα έσκυψαν να πιουν εκεί
ακριβώς οι νύχτεςΜεγάλα περιστέρια και μεγάλα αισθήματα καλύπτουν τη σιγή τους
Φαίνεται πως το τέτοιο πάθος τους είναι ανεπανόρθωτοΚαι κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τουςΣπανίζουνε οι παγίδες, άστρα γνέφουνε στους εραστές τα μάγια τουςΌλα σκιρτούνε, συσπειρώνονται - ήρθε φαίνεται πια η αθανασίαΠου ζητάνε τα χέρια σφίγγοντας τη μοίρα τους που άλλαξε σώμα
κι έγινε άνεμοςΔυνατός - η αθανασία φαίνεται ήρθε.
β'
Υπερήφανα χόρτα, ο φίλος έχασε το φίλο του, όλα εκεί αναπαύονταιΜια σκληρή φωνή κατοίκησε σ' αυτή την πεδιάδαΜια βουλιαγμένη σαύρα σύρθηκε στην επιφάνειαΕσείς που ήσαστε όταν κόπηκε ο λαιμός μιας τέτοιας μέραςΠου ήσαστε, φύλλα με φύλλα, σιγοπερπατάει ο κόσμοςΣκάζουν τα φρούτα στο κατώφλι ενός λυγμούΚανείς δεν αποκρίνεται
Ω μεθυσμένο μονοπάτι που έψαξες έψαξες την τρυφερότηταΣτα δάχτυλα του κόπου και σε τρόμαξαν οι αυγές που χάραζανΡιψοκινδυνεύοντας το φως τους τυλιγμένο δάσος κάτω απ' τη σιωπή.
Μήτε ριγμένα ζάρια δεν ξαμώνουν κατά τέτοιο τρόπο την έμπνευσηΜήτε στυμμένοι θόρυβοι δεν εξαντλούνε κατά τέτοιο τρόπο
την πνοή
Πολύχρωμα φουγάρα πέμπουνε την άπιαστη μελαγχολία τουςΣτις αψίδες που τρέμουν, τρέμουν τα πουλιά επιδίδονται
στο μέτρημα των ονείρων τους
Ακούγεται η κωπηλασία στην τέφρα που άφησε σημάδια νεότηταςΚαι κανείς δεν ξέρει από που ανοίγει αυτό το στήθοςΚαι κανείς δεν ξέρει από πότε άρχισε να ζειΣτις σγουρές αγωνίες τους νιώθουνται οι φωνές αποκεφαλισμένεςΠου τρυπούνε το έδαφος πύρινα κλαδιά μιας πολιτείας υδάτινης
Ω Γαλήνη που λύνεσαι, ρευστή παρουσία στις κόρες των ματιώνΣτις άρπαγες του ύπνου στα μελίσσια των χωρών της θύμησης!
γ΄
Πιο μακριά πολύ μακριά το πράο τραπεζομάντιλο - η συνάντησηΚαλημέρα ποταμάκι μου, είμαι μονάχος, είμαστε κι οι δυο
μονάχοι μας
Τα κρύσταλλα ευωδιάσανε, τώρα μας λείπει μόνο ένα καράβιΈνα μαντίλι μόνο για να διαγνώσουμε το τέλοςΓιατί τόσους φακέλους έλαβα γεμάτους σύννεφα και θύελλεςΠου διψώ ένα στόμα να μου πει: ουρανός, και να πλεύσουμε μαζί στο δέλτα των ελπίδων...
Έτσι θα βγούμε απ' το μυαλό μας, οι κισσοί μεγάλωσαν τους τοίχους
του απογέματοςΜε άμμο βαφτίστηκαν τα λόγια στις καρίνες βάφτηκαν κατράμι
έτοιμαΝα σαλπάρουν αν τους πει ο Έρωτας - τα λόγια
Ω ποταμάκι ποταμάκι, καλημέρα του ήλιου απάνθισμα της εξοχήςΚατά που θαυμάζεται ο άνεμος πες μου κατά που ξεχύνονται
οι κελαηδισμοί
Ποια όχθη αρέσουν, σήμερα είμαι νέοςΕίμαι καλός ως τις πηγές του γέλιου μου, εκτοξεύω χίμαιρεςΡιπίδια δυσανάγνωστα, τεφτέρια κάτασπρα καμωμένα γι' αγγέλουςΚι από κάθε αδιαφορία σέρνεται μια ξεσχισμένη ευχήΠου μαζεύω - σήμερα είμαι νέος, αυτό μου αρκείΑυτό μου δίνει το αίμα μου πιο κόκκινο, ένα χελιδόνι κόκκινο
ένα γράψιμο κόκκινοΘα 'ρθουν πολλές γυναίκες να το μοιραστούν ώσπου να γίνουν
διάφανες
Θα 'ρθουν πολλές ματαιότητες για να τις μοιραστούνεΗ εύθυμη φασαρία μοιάζει ατέλειωτη, σπίθες αγγίζουν τα μετέωρα
μέτωπα
Κι όλο το μυστικό αληθεύεται σιγά σιγά, γλυκά γλυκά γίνεται μέραΣώμα ζωντανό, ύπαρξη, άνθρωπος.
δ'
Ποιο μέταλλο να είν' αυτό που κρυώνει τα μάτια ποια χαμένη
νεότηταΠου μαζεύει το έλεος λίγων στιγμών σε μια κλωστή ασυγκίνητη -
ποια να 'ναι
Δέντρα σώπασαν, πέτρες μοιάσανε στις πέτρες, καβαλάρηδες έφυγανΨάχνουν τα μάνταλα μιας άλλης πύλης μα ποια να 'ναι αυτήΣε ποιο καρδιόχτυπο άραγε να βρίσκεται, κλείνουν οι ελπίδες
τα παράθυρα, βραδιάζει ο πόνοςΠοιος είναι εδώ, κανείς δεν είναι - χώμα ηχολογάει το χώμα
Κι όμως πρέπει να βρει ένα νόμισμα η ζωή
Αφού δεν είναι ο έρωτας, αφού δεν είναι ο έρωτας
Ο έρωτας ποιος είναι - η ζωή μετριέται με σφυγμούς, η χαρά
με απέλπιδες χειρονομίες
Μύλοι απάνω στις κορφές άσπρισαν τα ταξίδια τουςΗ ζωή μετριέται με παλμούς, πάλλεται η λυμένη ζώνη της εσπέραςΦεγγίζουν γοητείες στα μάκρη, μια βαρκούλα χάνεται
ευχαριστημένη
Κανένα κύμα δεν κρατάει στο στήθος του κακίαΟι άνθρωποι μοιάζουν, παρομοιάζουνται με τις κραυγές των φάρωνΦεύγουνε για να παν αλλού και βγαίνουνε στη θάλασσαΠοια θάλασσαΝα 'ναι αυτή που δε θυμάται τις λευκές στιγμές της μα ξαναμασάει
τα λόγια τηςΛύπες που γίνανε σεντόνια και χτυπούν στον άνεμο για να
στεγνώσουν, και ξαναχτυπούν στον άνεμο για να 'ναι οι γλάροιΔίπλα τους, στο πλευρό τους, ποιες να είν' αυτέςΠοιος κόπος ήμερος, ποια σπασμένη ενότητα, ποιος θρήνος
Ω χαρά τραυματισμένη, μιας στιγμής χωρητικότητα που κλονίζειαιώνες!
ε΄
Είναι κοντά η πτυχή του ανέμου που θροεί τον γαλάζιο της
περιστερεώνα - η χυμώδης πτυχήΠου ζυγίζει στο χνούδι της ερεθισμένες αιώρεςΌταν τα γέλια μυτερά σπάνε τα τσόφλια της αυγής αγγέλνοντας
το ηλιόβγαλμα
Κι όλο το πρόσωπο της γης λάμπει από μαργαρίτεςΌχι, δεν είναι σήμερα η στερνή μας λέξη, δεν τελειώνει ο κόσμοςΔε λιώνει σήμερα η ελπίδα μου, με χλωρά σπαρτά γεμίζει τις φωλιές των ήχων
Εύθυμα στόματα φίλησαν κορίτσια, στα κεράσια κρέμασαν
την ηδονήΔέντρα μεγάλα στάζουνε ήλιο είναι άκακα και σκέπτονται
σαν ίσκιοι που τρέχουνεΓια κάτι ωραίο - σήμερα είναι ωραίο το προβαλλόμενο όραμα
Δροσερό μεσημέρι αφησμένο σαν βάρκα που έπλευσε όλο πάθοςΣτοιβαγμένη τραγούδια και σινιάλα που τρέμουν σαν βουνοκορφέςΜακριά μακριά είναι οι μαρμάρινες επαύλεις των γυμνών γυναικώνΗ καθεμιά τους ήτανε άλλοτε σταγόναΗ καθεμιά τους είναι τώρα φωςΠερνούνε το φουστάνι τους όπως περνά η μουσική στους λόφους
το στεφάνι της
Και ζούνε μες στον ύπνο τους κισσούς που ζώνουνΜακριά μακριά είναι οι καπνοί των λουλουδιών οι οριζόντιες λίμνες
των ναρκίσσων
Τιμονιέρηδες κεφάτοι οδηγούν εκεί τα σκάφη των γοητειώνΓερμένοι στο 'να τους πλευρό - τ' άλλο τους είναι θαλερός τόπος
ευωχιώνΤόσες δα μέλισσες και τόσες δα κλεψύδρες ιστορούνε κι υφαίνουνε
το ανθρώπινο είδος
Σ' ένα πελώριο διάστημα χύνεται το φως
Γεμίζει οράματα γλυπτά κι είδωλα φέγγους
Είναι τα μάτια πια που κυριαρχούν - η γη τους είναι απλή και
κορυφαίαΚαλοσύνης κοιτάσματα ένα ένα, σαν φλουριά κομμένα μες
στον ήλιο
Μες στα χείλια, μες στα δόντια, ένα ένα τ' αμαρτήματαΤης ζωής, αγαθά ξεφλουδισμένα.
ς'
Νυχτερινό υφαντούργημα
Των κρίνων φλοίσβος που γυμνώνει τ' αυτιά και διασκορπίζεται
Νιώθω στους ώμους της ζωής το σκίρτημα που βιάζεται ν' αδράξει
το έργο
Νιότη που θέλει άλλη μια ευκαιρία αιωνιότηταςΚαι στην εύνοια των ανέμων ρίχνει το κεφάλι της αδιαφορώντας
Υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα, μουσική που κυριεύει
στόμα που ανοίγει
Σ' άλλο στόμα - κόκκινο παιγνίδι κλαδεμένο απ' τον ίλιγγοΑκόμα ένα φιλί και θα σου πω για ποιο σκοπό τις σιωπές μου μάτωσα
έτσιΑκόμα ένα χιλιόμετρο και θα σου δείξω γιατί βγήκα σ' ένα τέτοιο
αγνάντεμα
Όπου παθαίνεται ο λυγμός ζητώντας άλλ' αστέριαΨάχνοντας με φθαρτές χειρονομίες την άμμο που άφησαν
ανασκαμμένη των ερώτων οι σπασμοί
Δόθηκαν τα φτερά στα δευτερόλεπτα
Φεύγει ο κόσμος, άλλος έρχεται, στην παλάμη του διαβάζει ρόδα
και γιορτέςΦεύγει ο κόσμος, είμαι σ' ένα κύμα του, εμπιστεύομαι όλος
στη φορά τουΜέτωπα φέγγουν, δάχτυλα ερευνούν τον ύπνο που πιστεύουνε
Μα ποια βουή, ποιο σπήλαιο είναι αυτό που καλεί την αγνότηταΓλάρου στιγμή οριζόντια επάνω από τα πάθη, βάρκα ευτυχισμένη ορμητήριο αναπάντεχο
Θα βγω στις άσπρες πύλες του μεσημεριού χτυπώντας με λαλιές
τα γαλανά αναστάσιμα
Κι όλα τα κρύα νησιά θ' ανάψουν τα μαλλιά τους για να σεργιανίσουνΜε αθώες φλόγες και με βότσαλα τα ερωτικά πελάγηΘα μηνύσω στα γυμνά καλοκαίρια την πιο σίγουρη στιγμή
της πλώρηςΠου χαρούμενη σχίζει τις υγρές ελπίδες των απλών καλών
ανθρώπων.
ζ΄
Στην άγνοια ξεκουράζεται ο ουρανός
Στην κουπαστή του ύπνου ο άνθρωπος
Τυχερός αιχμάλωτος μιας φλόγας που αθωώνεται γράφοντας
τ' αρχικά της στο σκοτάδιΑπλωμένο σ' άλλον κόσμο των κλειστών βλεφάρων προνομιούχο
Πιο κοντά στην κλειδαριά
Μεγάλου μυστικού που ανύποπτο σαλεύει προς τη λύτρωσηΕφαρμόζει ο πόθος τις εικόνες του, ζωή που υπάρχει σ' άλλη
ζωήΑίμα που τρέχει από τα μάτια μου, στις πράξεις των ηρώων του
(άστρο εχέμυθο)Και τρέμει ο μόχθος των χεριών μου, υψώνεται ως τα χρώματα
του θυρεού της λήθηςΒλέπω το γέλιο που έγραψε τη μοίρα τουΒλέπω το χέρι που έδωσε το ρίγος τουΚαι τυλίγομαι σύννεφα που εύκολα ξεδιαλύνει μια φτυαριά ουρανού
καθάριου.
Έμπιστο φως ξαναγεμίζεις το άλσος μου, έτοιμος είμαι στο προσκάλεσμά σου
Είμαστε δυο, και παρακάτω η ακροθαλασσιά πάλι με τις πιο
γνώριμες κραξιές των γλάρων
Όπου κι αν βάλω πλώρη εδώ αράζω, το σκοτάδι με χρωστάει στο φωςΗ γη στη θάλασσα, ή φουρτούνα στη γαλήνη
Κρεμασμένος απ' τα κρόσσια μιας αυγής που εξάγνισε τα νύχτια
παρελθόνταΓεύομαι τους καινούριους ήχους, άθλους της δροσιάς που επίστεψαν
στα δέντρα
Μια χλωρή παρουσία προχωράει στις ρίζες της κι αποκτάει τη μέραΣαν καρδιά που μπαίνει πια στη θέση τηςΣαν γυναίκα που νιώθει πια τα νιάτα τηςΚαι χαρίζει ανοίγοντας τους κόσμους των ματιών της ηδονή
ανεξάντλητη
Μέρα ξανθή, του ήλιου ανταμοιβή και του Έρωτα.
ΣΠΟΡΑΔΕΣ
ΕΛΕΝΗ
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίριΜουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιέςΌλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!Κατά που θ' απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια
ο καιρόςΚατά που θ' αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές
ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μαςΚι είμαστε - σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη -Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ' τις νεκρές εικόνες σου.
Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Μια που υπάρχει άλλου ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ' από το γέλιο σου ως τον ήλιο
Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε πάλι
Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ' αντιμετωπίσουμεΠαρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ένα θολό συναίσθημα
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν κι απομακρύνονται
Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα
του μεγάλου ρολογιού στον τοίχοΓιατί έγινε κιόλαςΠοίημα στίχος μ' άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα
και λόγιαΛόγια όχι σαν τ' αλλά μα κι αυτά μ' ένα μοναδικό τους προορισμόν:
Εσένα!
ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ
Χαράζεται η φωνή μες στον τρεμάμενο άνεμο, και μες στα κρύφιαδέντρα του εσύ αναπνέεις
Είναι ξανθή κάθε σελίδα του ύπνου σου κι όπως κινάς τα δάχτυλασου μια φωτιά σκορπίζεται
Μέσα σου με παρμέν' από τον ήλιο αχνάρια! Και ούριος πνέειο κόσμος των εικόνων
Και η αύριο δείχνει ολόγυμνο το στήθος της σημαδεμένο απότο αναλλοίωτο άστρο
Που νυχτώνει το βλέμμα καθώς όταν πάει να εξαντλήσει έναστερέωμα
Ω μην ανθέξεις πια στα βλέφαρα
Ω μη σαλέψεις πια μέσα στους θάμνους του ύπνου
Ξέρεις ποια ικεσία στα δάχτυλα το λάδι ανάβει που φρουρεί
τις πύλες της αυγής
Ποιο δροσερό φανέρωμα θροΐζει μες στην προσδοκίαη χορταριασμένη ανάμνηση
Εκεί που ελπίζει ο κόσμος. Εκεί που ο άνθρωπος δε θέλειπαρά να 'ναι ο άνθρωπος
Μόνος του και χωρίς καμιά Ειμαρμένη!
ΕΛΙΓΜΟΣ
Στα μαβιά κρόσσια της οδύνηςΣτ' αγάλματα της αγωνίαςΣτις υγρές σιωπέςΥπάρχει ένα πρόσωποΤόσο πολύ βγαλμένο από τα δάκρυαΤόσο ακατανόητο
Τόσο ζεστό στο χέρι που του γνέφειΈν' άλλο πρόσωπο
Μια οπτασία με πυρσούς που σχίζει την ερήμωσηΚαβάλα η νύχτα στις οροσειρές τηςΜε άστρα σαν νοήματα που σφεντονίστηκανΆλλοτε απ' την παιδική τους ηλικίαΚαι δίνουνε το κατευόδιο της ζωήςΕπάνω στις ανηφοριές του οίκτου.
Υπάρχει
Μια τρυφερή καμπύλη που χρωστά στον πόνο
Την περιπέτεια της φωτοχυσίας τηςΈνας φακός που ενώνει τ' αμαρτήματα
Σαν ύπτια σπλάχνα που 'ριξεν η τύχηΕκεί
Ένας καλός απ' τη σκιά που τον μαγεύει τοίχοςΚάνει γωνία πριν από το κλάμα
Ύστερα φτάνουν οι κορμοστασιές του ολέθρουΔέντρα με μόνη επίπλωση τα δάχτυλα τουςΜε μόνη πίστη την ξεριζωμένη τους λαλιάΕίναι καλό να μη μιλάν εκείνοι που έζησανΟι άλλοι βαστούν στα χέρια οιμωγέςΤρέχοντας πέρα σαν αβάφτιστες φτερούγες
Έζησαν
Ένα πηγάδι ανοίγει φόβους έπειτ' από κάθ' ελπίδα τουΓιατί να τρέμει αυτό το σύρμαΤούτο το πουλί ποιο βλέμμα να τροφοδοτείΤι θέλουμε
Υπάρχει
Ένα σβησμένο πρόσωπο σε κάθε αυλαία λήθης.
ΕΥΑ
Αφήνεσαι με κύμα στη σιωπή
Που ερημώνει την κατοικημένη ελπίδα μου
Ένα δασάκι πλάι στη φωτιά
Στοίχημα των νυχτερινών ανέμωνΈνα βηματισμό σκιάς στην όχθη της ΧίμαιραςΈνα δωμάτιο
Δωμάτιο των απλών ανθρώπωνΈνα μυστικό
Πλυμένο κι απλωμένο στη ματιά που θέλγει
Στη ματιά σου ή στο ύψος του ήλιου τηςΌλος μου ο βίος γίνεται μια λέξη
Όλος ο κόσμος χώμα και νερόΚι όλες οι φλόγες των δαχτύλων μουΒιάζουν τα χείλη της ημέραςΚόβουν στα χείλη της ημέραςΤο κεφάλι σου
Αντιμέτωπο στη μοναξιά του ονείρου.
ΑΙΘΡΙΕΣ
Τα μυρισμένα χείλη της ημέρας φιλούσι το αναπαυμένον μέτωπον της οικουμένης... ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ
Ι
Όνομα δροσερό σαν να μεγάλωσε στο πέλαγοςΉ να 'ζησε με μια γαλάζιαν άνοιξη στα στήθια
Φέρνει σιμά τον κόσμο. Κι είναι η μέρα
Που άρχισε από μέσα της η ενδόμυχηΑνατολή που ξέχασε τα δάκρυα
Δείχνοντας μες στους χώρους των ματιών
Γήινα θρύμματα ευτυχίας.
II
Ουρανός καθαρόαιμοςΔάχτυλα που τα πήρε ρυάκιΠερασμένο απ' τον ύπνο
Στα χλωρά δαφνόφυλλαΓυμνή κείτεται η μέρα.
III
Η στιλπνή αίσθηση παίρνεται στα μάτιαΎλη ξεσηκωμένη από το χώμαΕπίπεδο του επάνω ανέμουΩ ταξίδι ευφρόσυνο
Κάθε στιγμή πανί που αλλάζει χρώμα
Και κανείς
Κανείς ίδιος
Στο απαράλλακτο διάστημα.
IV
Χρυσίζει ο κόπος του καλοκαιριού η δίκαιηΤου ήλιου υπόσταση. Να στάχυαΠρόσωπα γυμνάΚαμένα στο αίσθημα!
Κι ο κάμπος κυματίζει ο ΈρωταςΚυματίζει ο κρύφιος κόσμος
Καθαρός ύμνος του βίου.
V
Τα κορίτσια που πάτησαν τα λίγαΛόγια μεγαλωμένα του ήλιουΓέλασαν! Και ποια κίνησηΣτις άσπρες πασχαλιέςΣτις φυλλωσιές που ανίδεεςΣκέπασαν τις κακές πράξεις των ίσκιωνΤις κρυφές γαμήλιες σταλαγματιές
Όνειρα νιόνυφα! Δεν τ' απαρνιέται ο χρόνοςΚαι στο χνούδι του βρίσκουν την εικόνα τους.
VI
Λιγοστεύουν στα μάτια οι στέγες των πουλιώνΦως πάλι φως η ψυχή που μάχεταιΥπερήφανη κλαγγή μακριά του κόσμουΌπλο και σφρίγος
Κι η αλήθεια η φούχτα του νερούΚαθαρού πριν απ' τη δίψαΣτο άπειρο.
VII
Το σταφύλι αυτό που δίψασε η ψυχήΓεμισμένη απτόητο άνεμοΗ θητεία του καλοκαιριούΣτα πεύκα και στα κύματαΈνας έρωτας άσπρος και γλαυκός
Με γυμνές ώρες
Που κρατάν στα δάχτυλα την ύπαρξηΚυματιστήΞεφυλλισμένηΕλεύθερηΣαν φωςΣτα πλατιά ενδόμυχα δώματα.
VIII
Μια ιππασία στα σύννεφα
Μια κάμαρη όπου γδύθηκε κορίτσι αγαπημένοΈνα μπουκέτο ημέρες ύστερ' από τη βροχήΟ ήλιοςΕγώ
Που έσκαψα τόσες νύχτες για να τον ξαφνιάσω
Δίνοντας μια σπρωξιά στην αναμφίβολη
Ευτυχία
Ναι το εαρινό απόσπασμα
Μου αφήνει την καρδιά
Μου αφήνει τη γοητεία
Να νιώθομαι πάντοτε αλλού ενώ γερνώ εδώ πέρα
Ω! λυγισμένη ευωδιάΚλωνάρι κρύο παιδί νερούΑγαθό μονοπάτι.
IX
Κύκνοι σαλεύουν τα πηγαία ονόματα της ώραςΏρες κεντούν τα χέρια μου στη χαραυγήΣαν τόξα που σκιρτούν σε κάθε διάβα χίμαιραςΚαι παίζουν όπως παίζωΚαι γλιστρούν
Οι ελπίδες έρχονται.
Χ
Κατάστηθα στο ρεύμα
Ψάρι που ψάχνει διαύγεια σ' άλλο κλίμα
Χέρι που δεν πιστεύει τίποτε
Δεν είμαι σήμερα όπως χτες
Οι ανεμοδείχτες μ' έμαθαν να νιώθω
Λιώνω τις νύχτες τις χαρές γυρίζω απ' την ανάποδη
Σκορπάω τη λήθη ανοίγοντας έναν περιστερεώνα
Φεύγοντας απ' την πίσω πόρτα τ' ουρανού
Χωρίς μιλιά στο βλέμμα
Καθώς παιδί που κρύβει ένα γαρίφαλο
Μες στα μαλλιά του.
XI
Χωρίς γυαλί στη δρόσο αυτή που κλαίειΑπό χαρά χωρίς γαζίες την άνοιξη
Χαδιάρα που εμπιστεύεται τις φυλλωσιές της
Σ' όλο τον ίσκιο της αναπνοής μου σήμερα
Αύριο
Γέλιο ανάσκελο
Σ' ένα μαντίλι που έχασε τις τέσσερίς του άκρες
Σκόρπια μοναξιά.
XII
Στο ρυάκι που λιάζεται
Σαν ημερήσιο επίθετο
Μιλεί ο κορυδαλλός
Δεν ξέρει καν πως βρέθηκε
Να ζει σ' ένα σεργιάνι
Ατέλειωτο
Πως ήπιε τόσες πρωινές στιγμές
Και σχίζει με το φέγγος του
Την αιωνιότητα.
XIII
Ακυβέρνητη ζωή
Σχεδία με χέρια που διανυχτερεύουν
Αγγίζοντας τα σύννεφα
Σαν πανιά
Σαν θαύματα
Γλάρων που ύψωσαν ως εκεί την παρθενιά τους
Φέγγοντας τις ελπίδες με μικρές καρδιές ανθρώπων
Ω νεότηταΠληρωμή του ήλιουΑιμάτινη στιγμήΠου αχρηστεύει το θάνατο.
XIV
Πουλιά στα χίλια χρώματαΤων ενθουσιασμών
Ελαφρά καλοκαίρια
Στέγες κοντά στον ουρανό μόλις
Που αγγίζουνε
Θ' αδειάσουμε τη στάμναΘα γίνουμε γλαυκοίΔωρητές του πελάγους.
XV
Ήβη της μέρας πρώτη κρήνη της χαράςΗ αρχαία μυρσίνη τινάζει τη σημαία τηςΘ' ανοίξει ο κόλπος των κορυδαλλών στο φωςΚι ένα τραγούδι θα σταθεί μετέωροΣπέρνοντας τα χρυσά κριθάρια της φωτιάςΣτους πέντε ανέμους
Λευτερώνοντας τη γήινη ομορφιά.
ΧVI
Ναι οι μηλιές ανθίζουν
Με μιαν ανάσα μουσικής μέσα στα φύλλα
Δακρύβρεχτες μορφές καρπών μετεωρίζονται
Απαλά
Μέσα στ' αμίλητο νερό της κολυμπήθρας του ήλιου
Ναι θα στολίσουμε τη γη
Θα σφίξουμε τη μέρα
Θ' αλαλάξουμε
Στο στήθος της αληθινής μητέρας.
XVII
Έτσι μιλεί μικρή γαλαζοαίματηΠου βγήκε από κοχύλι με δροσιά στα χείλη
Φίλη ξανθή της θάλασσας.
XVIII
Μακρινή αφοσίωση μια μέρα ελπίζει
Σφίγγει στο στήθος της τα δέντρα τα παιδιά της
Κοιτάζει τη μελλούμενη σοδειά
Φύλλα καρπούς ανθούς πολύκλαδα όνειρα
Θα 'χει βροχές κι ανέμους για να τ' αναθρέψει
Θα 'χει κοιλάδες για να τ' αναπάψει
Και για να τα πονέσει - μια βαθιά καρδιά.
XIX
Η σάρκα της ιτιάς η αρχέγονη φωτιά της νιότηςΗ ανεκμετάλλευτη μιλιά της ευωδιάς της γηςΗ ρίζα η σπίθα η αστραπή το σύννεφο
Σκάψιμο δίχως τέλος με χαρά και ίδρωταΜέσα στα μεταλλεία της καρδιάςΜέσα στα ματωμένα σπλάχνα της οδύνηςΔιάβα μέσ' από τους πορθμούς της θύμησηςΠιο μακριά ολοένα πιο μακριά πιο πέραΕκεί πού σβήνει τη μορφή της η έρημος.
XX
Κατασταλαγμένη μουσικήΣτους βυθούς των μενεξέδωνΧώμα νοτισμένο απόΑρχαία ρέμβη εφτάχρωμη
Μόλις ακούγεται μακριάΤο καρδιοχτύπιΚι οι αθώοι του καημοίΠίδακες χρυσανθέμων.
XXI
Μια τέτοια συντυχία
Το ρόδο κι ο κρουνός της μέρας
Το έμφυτο πάθος κι η αποθέωση
Το κάθε τι προσάναμμα χαράςΤο κάθε τι χέρι του χαίρεΜεγάλη ασβεστοχρισμένη αυγήΣτην προσθαλάσσωση του πρώτου ονείρουΦλύαρη μαρμαρυγήΈξοδοςΣτην υπαίθρια λευτεριά των κρίνων.
Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ
Ι
Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή και μάζεψε τα μαλλιά της νύχταςαυτής που ονειρεύεται γυμνό το σώμα της. Έχει πολλούς ορίζοντες,πολλές πυξίδες, και μια μοίρα που καίει ακούραστη κάθε φορά και ταπενήντα δύο χαρτιά της. Ύστερα ξαναρχίζει με κάτι άλλο - με τοχέρι σου, που του δίνει μαργαριτάρια για να βρει έναν πόθο, ένα νη-σίδιο ύπνου.
Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή κι αγκάλιασε την πελώριανάγκυρα που ηγεμονεύει στους βυθούς. Σε λίγο θα 'ναι στα σύννεφα.Κι εσύ δε θα καταλαβαίνεις, μα θα κλαις, θα κλαις για να σε φιλήσω,κι όταν πάω ν' ανοίξω μια σχισμή στο ψέμα, έναν μικρό γαλανό φεγ-γίτη στη μέθη, θα με δαγκάσεις. Μικρή, ζηλιάρα της ψυχής μουσκιά, γεννήτρα μιας μουσικής κάτω απ' το σεληνόφωτο
Στάσου λιγάκι πιο κοντά μου.
II
Εδώ - μέσα στα πρώιμα ψιθυρίσματα των πόθων, ένιωσες για πρώτηφορά την οδυνηρή ευτυχία του να ζεις! Μεγάλα κι αμφίβολα πουλιάσχίζαν τις παρθενιές των κόσμων σου. Σ' ένα σεντόνι απλωμένοέβλεπαν οι κύκνοι τα μελλοντικά τους άσματα κι από κάθε πτυχή τηςνύχτας ξεκινούσαν τινάζοντας τα όνειρά τους μες στα νερά, ταυτίζον-τας την ύπαρξή τους με την ύπαρξη των αγκαλιών που προσμέναν.Μα τα βήματα που δεν έσβησαν τα δάση τους αλλά στάθηκαν στηγλαυκή κόχη τ' ουρανού και των ματιών σου τι γύρευαν; Ποιο ένα-στρο αμάρτημα πλησίαζε τους χτύπους της απελπισίας σου;Μήτε η λίμνη, μήτε η ευαισθησία της, μήτε το εύφλεκτο φάντασμαδυο συνεννοημένων χεριών δεν αξιώθηκαν ποτέ ν' αντιμετωπίσουνένα τέτοιο ρόδινο αναστάτωμα.
III
Έμβρυο πιο φωτεινής επιτυχίας - μέρα λαξεμένη με κόπο πάνω στ'αχνάρια του αγνώστου.
Όσο πληρώνεται το δάκρυ, ξεφεύγει απ' τον ήλιο.Κι εσύ που μασάς τις ώρες σου σαν πικροδάφνη γίνεσαι οιωνός τρυ-φερού ταξιδιού μες στην αθανασία.
IV
Πέντε χελιδόνια - πέντε λόγια που έχουν εσένα προορισμό. Κάθελάμψη κλείνει απάνω σου. Πριν απλοποιηθείς σε χόρτο αφήνεις τημορφή σου απάνω στο βράχο που πονεί ανεμίζοντας τις φλόγες τουπρος τα μέσα. Πριν γίνεις γεύση μοναξιάς τυλίγεις τα θυμάρια θύ-μησες.
Κι εγώ, φτάνω πάντοτε ίσια στην απουσία. Ένας ήχος κάνει το ρυ-άκι, κι ό,τι πω, ό,τι αγαπήσω μένει άθικτο στους ίσκιους του. Αθωό-τητες και βότσαλα στο βυθό μιας διαύγειας. Αίσθηση κρυστάλλου.
V
Περνώντας και παίρνοντας το χνούδι της ηλικίας σου ονομάζεσαι
ηγεμονίδα. Φέγγει το νερό σε μια μικρή παλάμη. Όλος ο κόσμοςανακατώνει τις μέρες του και στη μέση της μέθης του φυτεύει έναμάτσο γυακίνθους. Από αύριο θα' σαι η επίσημη ξένη των αποκρύ-φων σελίδων μου.
VI
Μέσα στα δέντρα τούτα που θα επιζήσουνε το αίθριο πρόσωπό σου.
Η αγκαλιά που θα μετατοπίσει έτσι απλά τη δροσιά της. Ο κόσμοςπου θα μείνει χαραγμένος εκεί.
Ω τα κλεισμένα λόγια που έμειναν μες στους φλοιούς των ελπίδων,στους βλαστούς των νιόκοπων κλαριών μιας φιλόδοξης μέρας - τακλεισμένα λόγια που πικράνανε τ' ομοίωμά τους κι έγιναν οι Υπερη-φάνειες.
VII
Συγκίνηση. Τα φύλλα τρέμουν ζώντας μαζί και ζώντας χωριστά πάνωστις λεύκες που μοιράζουν άνεμο. Πριν απ' τα μάτια σου είναι αυτόςπου φυγαδεύει αυτές τις θύμησες, αυτά τα βότσαλα - τις χίμαιρες! Ηώρα είναι ρευστή κι εσύ στυλώνεσαι πάνω της ακάνθινη. Συλλογίζο-μαι αυτούς που δε δεχτήκανε ποτέ ναυαγοσωστικά. Που αγαπούν τοφως κάτω απ' τα βλέφαρα, που σαν μεσουρανήσει ο ύπνος άγρυπνοιμελετούνε τ' ανοιχτά τους χέρια.
Και θέλω να κλείσω τους κύκλους που άνοιξαν τα δικά σου δάχτυλα,να εφαρμόσω επάνω τους τον ουρανό για να μην είναι πια ποτέ οστερνός τους λόγος άλλος.
Μίλησε μου· αλλά μίλησε μου για δάκρυα.
VIII
Στο βυθό της μουσικής τα ίδια πράγματα σ' ακολουθούν μετουσιωμέ-να. Η ζωή παντού μιμείται τον εαυτό της. Κι εσύ κρατώντας το φώ-σφορο στην παλάμη σου κυκλοφορείς ασάλευτη μέσα στις ίνες τηςπελώριας τύχης. Και τα μαλλιά σου ποτισμένα στην Ενάτη καμπυ-λώνουν τις θύμησες και περνούν τους φθόγγους στο στερνό αέτωματης αμφιλύκης.
Πρόσεξε! Η φωνή που άλλοτε ξεχνούσες ανθίζει τώρα στο στήθοςσου. Το κοράλλι αυτό που ανάβει ολομόναχο είναι το τάξιμο που δενέστερξες ποτές σου. Κι η μεγάλη πυρά που θα σ' αφάνιζε είναι αυτόςο ανάλαφρος ίλιγγος που σε δένει μ' απόχρωση αγωνίας στα λοίσθιατων μενεξέδων.
Στο βυθό της μουσικής συνταξιδεύουμε...
IX
Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο. Σε πήρα όπως εσύ πήρες την αμεταχείρι-στη φύση και τη λειτούργησες είκοσι τέσσερις φορές στα δάση καιτις θάλασσες. Σε πήρα μέσα στο ίδιο ρίγος που αναποδογύριζε τις λέ-ξεις και τις άφηνε πέρα σαν ανοιχτά και αναντικατάστατα όστρακα.Σε πήρα σύντροφο στην αστραπή, στο δέος, στο ένστιχτο. Γι' αυτόκάθε φορά που αλλάζω μέρα σφίγγοντας την καρδιά μου ως το ναδίρ,εσύ φεύγεις και χάνεσαι νικώντας την παρουσία σου, δημιουργώνταςμια μοναξιά Θεού μια πολυτάραχη ανεξήγητη ευτυχία.
Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο από κείνο που βρήκα και μιμήθηκα σεΣένα!
Χ
Ακόμα μια φορά μέσα στις κερασιές τα δυσεύρετα χείλη σου. Ακόμαμια φορά μέσα στις φυτικές αιώρες τ' αρχαία σου όνειρα. Μια φοράμέσα στ' αρχαία σου όνειρα τα τραγούδια που ανάβουν και χάνονται.Μέσα σ' αυτά που ανάβουν και χάνονται τα ζεστά μυστικά του κό-σμου. Τα μυστικά του κόσμου.
XI
Ψηλά στο δέντρο των άσπρων ταξιδιών με το εωθινό κορμί σου χορ-τάτο από μαΐστρο ξεδιπλώνεις τη θάλασσα που γυμνή παίρνει και δί-νει τη ζωή της στα γυαλιστερά φύκια. Φέγγει το διάστημα και πολύμακριά ένας άσπρος ατμός σφίγγεται στην καρδιά του σκορπίζονταςτα χίλια δάκρυα. Είσαι λοιπόν εσύ που ξεχνάς τον Έρωτα μες στα ρηχά νερά, στα ύφαλα μέρη της ελπίδας. Εσύ που ξεχνάς μέσα στα μεσημέρια φλόγες. Εσύ που σε κάθε λέξη πολύχρωμη βιάζεις τα φω-νήεντα συλλέγοντας το μέλι τους στην καρποδόχη!
Όταν γυρίσει το φύλλο της ημέρας και βρεθείς άξαφνα ξανθή κι η-λιοκαμένη μπρος στο μαρμάρινο αυτό χέρι που θα κηδεμονεύει τουςαιώνες θυμήσου τουλάχιστον εκείνο το παιδί που φιλοδοξούσε κατα-μόναχο μες στην οργή του πόντου να συλλαβίσει την ανυπέρβλητηομορφιά της ομορφιάς σου. Και ρίξε μια πέτρα στον ομφαλό της θά-λασσας, ένα διαμάντι μέσα στη δικαιοσύνη του ήλιου.
XII
Πάρε μαζί σου το φως των γυακίνθων και βάφτισέ το στην πηγή τηςμέρας. Έτσι κοντά στ' όνομά σου θα ριγήσει ο θρύλος, και το χέριμου νικώντας τον κατακλυσμό θα βγει με τα πρώτα περιστέρια.Ποιος θα προϋπαντήσει αυτό το θρόισμα, ποιος θα τ' αξιωθεί σιμάτου, ποιος είναι αυτός που θα σε προφέρει πρώτος όπως προφέρει ομέγας ήλιος το βλαστάρι!
Κύματα καθαρίζουνε τον κόσμο. Καθένας ψάχνει το στόμα του. Πουείσαι φωνάζω κι η θάλασσα τα βουνά τα δέντρα δεν υπάρχουν.
XIII
Πες μου τη νεφελόπαρτη ώρα που σε κυρίεψε όταν η βροντή προη-γήθηκε της καρδιάς μου. Πες μου το χέρι που προχώρησε το δικόμου χέρι μέσα στην ξενιτιά της θλίψης σου. Πες μου το διάστημα καιτο φως και το σκοτάδι - το παρείσαχτο κυμάτισμα ενός τρυφερούιδιωτικού Σεπτέμβρη.
Και σκόρπισε την ίριδα, στεφάνωσε με.
XIV
Να ξαναγυρίζεις στο νησί της αλαφρόπετρας μ' ένα τροπάριο ξε-χασμένο που θα ζωντανεύει τις καμπάνες δίνοντας θόλους ορθρι-νούς στις πιο ξενιτεμένες θύμησες. Να τινάζεις τα μικρά περβόλιαέξω από την καρδιά σου κι υστέρα πάλι να φιλεύεσαι απ' την ίδιατους θλίψη. Να μη νιώθεις τίποτε πάνω απ' τους αυστηρούς βράχους κι όμως η μορφή σου ξαφνικά να μοιάζει με τον ύμνο τους. Να σεπαίρνουν τ' ανώμαλα πέτρινα σκαλιά ψηλά ψηλά κι εκεί να καρδιο-χτυπάς έξω απ' την πύλη του καινούριου κόσμου. Να μαζεύεις δάφνηκαι μάρμαρο για την άσπρη αρχιτεκτονική της τύχης σου.
Και να 'σαι όπως γεννήθηκες, το κέντρο του κόσμου.
XV
Η μαγνητική βελόνα κινδυνεύει. Όπου και να γυρίσει θαμπώνεταιαπό το φλογοβόλο πρόσωπο της εγκάρδιας ανατολής. Πέτα λοιπόντους γυακίνθους, τρέξε πάνω από τρυγητούς αφρών προς το ευοίωνοεξαφτέρυγο άγγελμα!
Η ανάσα του μέλλοντος αχνίζει έμψυχα δώρα.
XVI
Κρύψε στο μέτωπο σου τ' άστρο που θέλησες να βρεις μέσα στο πέν-θος. Και μ' αυτό προχώρησε και μ' αυτό πόνεσε πάνω απ' τον πόνοτων ανθρώπων. Κι άφησε το λαό των άλλων να χαμηλώνει. Εσύ ξέ-ρεις πάντοτε περισσότερα. Γι' αυτό άλλωστε αξίζεις και γι' αυτό σανσηκώνεις τη σημαία σου ένα χρώμα πικρό πέφτει στις όψεις τωνπραγμάτων που παρομοιάζουν τον τιτάνιο κόσμο.
XVII
Τίποτε δεν έμαθες απ' αυτά που γεννήθηκαν κι απ' αυτά που πεθάνα-νε κάτω απ' τους πόθους. Κέρδισες την εμπιστοσύνη της ζωής που δεσ' εδάμασε και συνεχίζεις τ' όνειρο. Τι να πουν τα πράγματα και ποιανα σε περιφρονήσουν!
Όταν αστράφτεις στον ήλιο που γλιστράει επάνω σου σταγόνες κι α-θάνατους γυακίνθους και σιωπές, εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικό-τητα. Όταν γλιτώνεις το σκοτάδι και ξανάρχεσαι με την ανατολή,πηγή, μπουμπούκι, αχτίδα, εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικότητα.
Όταν αφήνεις αυτούς που αφομοιώνουνται μες στην ανυπαρξία καιξαναπροσφέρεσαι ανθρώπινη, εγώ από την αρχή ξυπνώ μέσα στηναλλαγή σου...
Μην παίζεις πια. Ρίξε τον άσο της φωτιάς. Άνοιξε την ανθρώπινηγεωγραφία.
XVIII
Μελαχρινή μαρμαρυγή - νανούρισμα των βλεφάρων πάνω απ' τημυθική απλωσιά του κόσμου.
Είναι καιρός που ρίχτηκε η σιωπή κατάστηθα στον άνεμο, είναικαιρός που ο άνεμος ένα ένα ονομάτισε τα σωθικά της.Τώρα η φύση πιάνεται απ' το χέρι τρέχοντας πέρα σαν παιδί, ξαφνιά-ζοντας τα μάτια της μ' έναν γαλάζιο παραπόταμο μ' ένα φωταγωγημέ-νο φύλλωμα, μ' ένα σύννεφο καινούριο σε μορφή αιθρίας. Κι εγώ -σκαλίζοντας την καρδιά της καρυδιάς, πασπατεύοντας την άμμο τηςακρογιαλιάς, βυθομετρώντας το απέραντο διάστημα έχασα τα σημά-δια που θα σε γεννούσανε. Πού είσαι λοιπόν όταν στερεύει την ψυ-χή ο νοτιάς κι η Πούλια νεύει στη νυχτιά να λευτερώσει το άπειρο,πού είσαι!
XIX
Αυτό το μπουμπούκι της φωτιάς θ' ανοίξει όταν εσύ βαφτίσεις αλ-λιώς την παπαρούνα σου.
Από τότε, όπου και να γεννηθείς πάλι, όπου και να καθρεφτιστείς,όπου και να συντρίψεις τ' ομοίωμα σου, το πάθος μου θα βρίσκεταιστον Απρίλη του ανοίγοντας με την ίδια οδυνηρή ευκολία τις εφτάσυλλογισμένες φλόγες του.
XX
Τόσο φως, που κι η γυμνή γραμμή απαθανατίστηκε. Το νερό σφάλισετους όρμους. Το μονάκριβο δέντρο ιχνογράφησε το διάστημα.Τώρα δε μένει παρά να 'ρθεις εσύ ω! σμιλεμένη από την πείρα τωνανέμων και ν' αντικαταστήσεις το άγαλμα. Δε μένει παρά να' ρθειςεσύ και να γυρίσεις τα μάτια σου προς το πέλαγος που πια δε θα 'ναιάλλο από τ' ολοζώντανο το αδιάκοπο το αιώνιο ψιθύρισμά σου.
Δε μένει παρά να τελειώσεις στους ορίζοντες.
XXI
Έχεις μια γη θανάσιμη που τη φυλλομετράς αδιάκοπα και δεν κοιμά-σαι. Τόσους λόφους λες, τόσες θάλασσες, τόσα λουλούδια. Κι η μιακαρδιά σου γίνεται πληθυντική εξιδανικεύοντας την πεμπτουσίατους. Κι όπου κι αν προχωρήσεις ανοίγεται το διάστημα, κι όποια λέ-ξη κι αν στείλεις στο άπειρο μ' αγκαλιάζει. Μάντεψε, κοπίασε,νιώσε:
Από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος.
Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ
Βγήκες από τα σωθικά βροντής
Ανατριχιάζοντας μες στα μετανιωμένα σύννεφα
Πέτρα πικρή, δοκιμασμένη, αγέρωχη
Ζήτησες πρωτομάρτυρα τον ήλιο
Για ν' αντικρίσετε μαζί τη ριψοκίνδυνη αίγλη
Ν' ανοιχτείτε με μια σταυροφόρο ηχώ στο πέλαγος
Θαλασσοξυπνημένη, αγέρωχη
Όρθωσες ένα στήθος βράχουΚατάστιχτου απ' την έμπνευση της όστριαςΓια να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η οδύνηΓια να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η ελπίδαΜε φωτιά με λάβα με καπνούςΜε λόγια που προσηλυτίζουν το άπειροΓέννησες τη φωνή της μέρας
Έστησες ψηλά
Στην πράσινη και ρόδινη αιθεροβασίαΤις καμπάνες που χτυπάει ο ψηλορείτης νουςΔοξολογώντας τα πουλιά στο φως του μεσαυγούστου
Πλάι από ρόχθους, πλάι από καημούς αφρών
Μέσ' από τις ευχαριστίες του ύπνουΌταν η νύχτα γύριζε τις ερημιές των άστρων
Ψάχνοντας για το μαρτυρίκι της αυγής,Ένιωσες τη χαρά της γέννησης
Πήδησες μες στον κόσμο πρώτη
Πορφυρογέννητη, αναδυόμενηΈστειλες ως τους μακρινούς ορίζοντες
Την ευχή που μεγάλωσε στις αγρυπνίες του πόντου
Για να χαϊδέψει τα μαλλιά της πέμπτης πρωινής.
Ρήγισσα των παλμών και των φτερών του ΑιγαίουΒρήκες με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειροΜε φωτιά με λάβα με καπνούςΤις μεγάλες γραμμές του πεπρωμένου σου
Τώρα μπροστά σου ανοίγεται η δικαιοσύνη
Τα μελανά βουνά πλέουν στη λάμψη
Πόθοι ετοιμάζουν τον κρατήρα τους
Στην παιδεμένη χώρα της καρδιάς
Κι από το μόχθο της ελπίδας νέα γη ετοιμάζεται
Για να βαδίσει εκεί με αετούς και λάβαραΈνα πρωί γεμάτο ιριδισμούςΗ φυλή που ζωντανεύει τα όνειραΗ φυλή που τραγουδάει στην αγκαλιά του ήλιου.
Ω κόρη κορυφαίου θυμού
Γυμνή αναδυομένηΆνοιξε τις λαμπρές πύλες του ανθρώπου
Να ευωδιάσει ο τόπος από την υγεία
Σε χιλιάδες χρώματα ν' αναβλαστήσει το αίσθημα
Φτεροκοπώντας ανοιχτά
Και να φυσήξει από παντού η ελευθερία
Άστραψε μες στο κήρυγμα του άνεμου
Την καινούρια και παντοτινή ομορφιάΌταν ο ήλιος των τριών ωρών υψώνεται
Πάνγλαυκος παίζοντας το αρμόνιο της Δημιουργίας.
ΠΕΡΙΦΗΜΗ ΝΥΧΤΑ...
...Στη βραγιά, κοντά στο μουσικό παράπονο της καμπύλης του χε-ριού σου. Κοντά στα διάφανα στήθη σου, τα ξέσκεπα δάση γεμάταβιόλες και σπάρτα κι ανοιχτές παλάμες φεγγαριού, ως πέρα στη θά-λασσα, τη θάλασσα που χαϊδεύεις, τη θάλασσα που με παίρνει καιμ' αφήνει φεύγοντας σε χίλια κοχύλια.
Ορατή και ωραία γεύομαι την καλή στιγμή σου! Λέω πως επικοινω-νείς τόσο καλά με τους ανθρώπους, που τους ορθώνεις στο ανάστηματης καρδιάς σου για να μην προσκυνήσει πια κανείς ό,τι του ανήκει,ό,τι αναδεύεται σαν δάκρυ στη ρίζα κάθε χορταριού στην κορυφή κά-θε φτασμένου κλώνου. Λέω πως επικοινωνείς τόσο καλά με την άνοι-ξη των πραγμάτων που τα δάχτυλά σου ταιριάζουν με τη μοίρα τους.Ορατή και ωραία στο πλάι σου είμαι ακέραιος! Θέλω δρόμους απέ-ραντους τη διασταύρωση των πουλιών και των σωστών ανθρώπων, τησύναξη των άστρων που θα συμβασιλέψουν. Και θέλω να πιάσω κάτι,ακόμη και την πιο μικρή πυγολαμπίδα σου που πηδάει ανύποπτη μεςστην προβιά των κάμπων, για να γράψω με σίγουρη φωτιά πως δενείναι τίποτε το περαστικό στον κόσμο από τη στιγμήν εκείνη πουδιαλέξαμε, τη στιγμή τούτη που θέλουμε να υπάρχει πέρα και πάνωαπό την πάγχρυση εναντιότητα, πέρα και πάνω από τη συμφορά τηςπάχνης του θανάτου, στη φορά κάθε ανέμου που με αγάπη σημαδεύειτην καρδιά μας, στο υπέροχο μυρμήδισμα τ' ουρανού που νυχτόημε-ρα πλάθεται απ' την καλοσύνη των άστρων.
Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζεςΟλημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσαςΑετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα διοσμαρίνια
-Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσαςΣου 'λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρεςΑνάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτωνΉ πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπουςΜ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείληΚι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμαΒαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριούΚαι τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτοΜα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνεΚι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.
Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωταΈχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίριΓια ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμιαΚαι να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιέςΉ για να πας καβάλα στον μαΐστρο.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.
ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΥΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ
Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσαΚόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμησηΈλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνοΜε φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφοςΦρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη του κόλπου των νερών Έχει ο Θεός
Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλαΘυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγανΒάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τουςΤραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζονταΚι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια.
Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ' την ανατολή του ήλιουΜε την ηλικία της θάλασσας στα μάτιαΚαι με την υγεία του ήλιου στο κορμί - τι γύρευαΒαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειραΌπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμοςΆγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου το πελαγίσιο του έμβλημα
Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλαΜε την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλαΉτανε η οδύνη -
Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο
βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτίαΌπως την πρώτη μέρα μας στη γηΓιόρταζαν τις αμαρυλλίδες - Μα θυμάμαι πόνεσεςΉτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλιαΜια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του ο χρόνος
Σ' άφησα τότες
Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ' άσπρα σπίτιαΤ' άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνωΣτον ουρανό που φώτιζε μ' ένα μειδίαμα.
Τώρα θα 'χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερόΘα 'χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζειΚι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο ΈρωταςΚι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ' αντηχεί το Αιγαίο.
ADAGIO
Έλα μαζί να διαφιλονικήσουμε απ' τον ύπνο το νωχελικό προσκέφα-λο που πλέει στο διπλανό φεγγάρι. Ατρικύμιστα κεφάλια και τα δυομαζί λικνιστικά γλιστρώντας να γεμίσουμε την αμμουδιά με φύκια ήάστρα. Γιατί πολύ θα 'χουμε ζήσει από τα δάκρυα τη μαρμαρυγή καιθ' αγαπούμε τη σωστή γαλήνη.
Άγγελοι αν δεν είναι οι άγγελοι μ' άσωτα βιολιά ν' αναρριπίζουν τιςνυχτιές μ' αίολα φώτα και ψυχές καμπάνες! Φλάουτα ν' αγεροδρο-μούν πόθους ανάλαφρους, ανάγερτους. Φιλιά τυραννισμένα ή φιλιάμαργαριτάρια σε κουπιά νερόβια. Και πιο βαθιά μες στ' αναμμέναφραγκοστάφυλα, σιγά σιγά τα πιάνα της ξανθής φωνής, οι μέδουσεςπου θα μας κρατήσουν το ταξίδι αργόπρεπο. Στεριές με λίγα, με συλ-λογισμένα δέντρα.
Ω έλα μαζί να ιδρύσουμε τα όνειρα, έλα μαζί να δούμε τη γαλήνη. Δεθα 'ναι πια στον έρημο ουρανό παρά η καρδιά που βρέχεται απ' τηνπίκρα παρά η καρδιά που βρέχεται απ' τη γοητεία, δε θα 'ναι παρά ηκαρδιά που ανήκει στον δικό μας έρημο ουρανό.
Έλα στον ώμο μου να ονειρευτείς γιατί είσαι μια γυναίκα ωραία. Ωείσαι μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι ωραία. Ωραία.
ΟΛΒΙΑ ΝΤΟΝΝΑ
Στο άστρο του Α.
Πάρε μια γύρη από λαμπύρισμα παρηγοριάςΜια θέση που ν' αστράφτει στο άπειροΨηλότερα κι από την πιο ψηλήν ελπίδα σουΌλβια Ντόννα! Κι από την άκρη του κόσμου των αχτίδωνΚύλησε με σμαράγδι αναλυτόΚύματα για τον ζέφυρο της μουσικής του νότου
Κύματα για τον ζέφυρο της μουσικής που παίρνει
Την παρθενιά της νύχτας μακριά
Με ταξίδια σε σπηλιές απέραντες
Με κορίτσια που αγαπούν τις αγκαλιές των κρίνων
Και μελωδούν το βάθος τ' ουρανού
Και νοσταλγούν τ' αγιάζι της αιθερημίας
Πάρε μια θέση που ν' αστράφτει στο άπειροΜια κόρη γαλανού ματιού απροσμέτρητουΜε στήμονες ευχής στο ανάστημά σουΌλβια Ντόννα! Κι από μια καρδιά ομοούσιαΠέρασε για να δεις των χρόνων το βυθόΣπαρμένο από τα βότσαλα της νηνεμίας.
ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
Ποιος ειρμός ψυχής στις αλκυόνες του απογέματος!Ποια νηνεμία στις φωνές της μακρινής στεριάς!Ο κούκος μες στων δέντρων το μαντίλιΚι η μυστική στιγμή του δείπνου των ψαράδωνΚι η θάλασσα που παίζει με τη φυσαρμόνικαΤο μακρινό μαράζι της γυναίκαςΤης ωραίας που γύμνωσε τα στήθη τηςΌταν η θύμηση μπήκε στις φωλιέςΚι οι πασχαλιές ράντισαν με φωτιά τη δύση!
Με το καΐκι και με τα πανιά της ΠαναγίαςΈφυγαν κατευόδιο των ανέμων
Οι εραστές της ξενιτιάς των κρίνωνΑλλά η νύχτα πως εδώ κελάρυσε τον ύπνο
Με γάργαρα μαλλιά στους φεγγερούς λαιμούςΉ στις μεγάλες άσπρες παραλίες
Και πως με το χρυσό σπαθί του Ωρίωνα
Σκόρπισε και ξεχύθηκε ψηλά
Η σκόνη από τα όνειρα των κοριτσιών
Που ευώδιασαν βασιλικό και δυόσμο!
Στα τρίστρατα όπου στάθηκεν η αρχαία μάγισσα
Καίοντας με ξερό θυμάρι τους άνεμους
Οι λυγερές σκιές αλαφροπερπατήσανε
Μ' ένα σταμνί γεμάτο αμίλητο νερό στο χέρι
Εύκολα σαν να μπαίναν στον Παράδεισο
Κι από την προσευχή των γρύλων που άφρισε τους κάμπους
Οι όμορφες ξεπροβάλανε με δέρμα φεγγαριού
Για να χορέψουνε στο μεσονύχτιο αλώνι...
Ω σημάδια που περνάτε μες στο βάθοςΤου νερού που κρατάει έναν καθρέφτη
Εφτά κρινάκια που λαμποκοπάτε
Όταν ξαναγυρίσει το σπαθί του Ωρίωνα
Θα 'βρει φτωχό ψωμί κάτω από το λυχνάρι
Αλλά ψυχή στη χόβολη των άστρων
Θα 'βρει μεγάλα χέρια διακλαδωμένα στο άπειροΈρημα φύκια στερνοπαίδια του γιαλού
Χρόνια πετράδια πράσινα
Ω πράσινο πετράδι - ποιος θυελλομάντης είδεΝα σταματάς το φως στη γέννηση της μέραςΤο φως στη γέννηση των δυο ματιών του κόσμου!
ΑΝΕΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκιαΔύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο ΑύγουστοΕίδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σουΒήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση τηςΉταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκαΗ ευχή που λαχτάρησε μέσ' απ' τους κόρφους του βασιλικούΝα τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!
Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυαΜόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γηςΓυμνή κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων
Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρουΤην ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιάΚαι δίχως ήμαρτον κανέν' από την αμαρτία χαράχτηκεΣτα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμηΠριν απ' την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμουΌπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχήΕκατόφυλλη, ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!
ΒΑΘΟΣ
Αρχίσαμε μια λέξη που να μη χωράει τον ουρανό αλλά να τυραννείτην άνεση του ανέμου καθώς ξεχύνεται στις χτυπημένες από τηνάρμη της προσδοκίας στεριές ή πάνω στα κρύα μουράγια όπου βαδί-ζει από αιώνες απόκληρος της λησμονιάς ο ίσκιος. Ορκισμένη χώρα!Παλιά πουλιά γεμάτα σύννεφα, πότε κατά τη δύση που χαράζει σταστήθια μας έλη ανίας, πότε κατά την ανώριμη καρδιά που ζητάει ναμπει πεισματικά στη φύση...
Ακόμη θυμόμαστε τα κουρέλια μιας πυρκαγιάς γενναιόφρονης, ταπειράματα ενός χαρταετού που σάστισε τα δάχτυλά μας ψηλά στοναγέρα ή στην αρχή ενός δρόμου όπου σταθήκαμε για ν' αναζητήσου-με μια γυναίκα γεμάτη ανταποκρίσεις γεμάτη σκιές στοργής ταιρια-σμένης στα τολμηρά κεφάλια μας. Ακόμη θυμόμαστε την αγνότηταπου την είχαμε βρει τόσο αινιγματική, πλυμένη σε μιαν αυγή πουαγαπούσαμε γιατί δεν ξέραμε πως μέσα μας, ακόμη πιο βαθιά, ετοι-μάζαμε άλλα όνειρα πιο μεγάλα που θα 'πρεπε να σφίξουν στηναγκαλιά τους ακόμη περισσότερο χώμα, περισσότερο αίμα, περισ-σότερο νερό, περισσότερη φωτιά, περισσότερον Έρωτα!
ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ
Εδώ που η έρημη ματιά φυσάει τις πέτρες και τ' αθάνατα
Εδώ που ακούγονται βαθιά τα βήματα του χρόνου
Που ανοίγουνε μεγάλα σύννεφα χρυσά εξαφτέρυγα
Πάνω από τη μετόπη τ' ουρανού
Πες μου από πού ξεκίνησε η αιωνιότητα
Πες μου ποιο το σημάδι που πονείς
Και ποιο το ριζικό της ελεμίνθας
Ω γη της Βοιωτίας που σε φέγγει ο άνεμος
Τι γίνηκεν η ορχήστρα των γυμνών χεριών κάτω απ' τ' ανάχτορα
Το έλεος που ανέβαινε σαν ιερός καπνός
Πού είναι οι πύλες με τ' αρχαία πουλιά που τραγουδούσαν
Κι η κλαγγή που ξημέρωνε τη φρίκη των λαώνΌταν ο ήλιος έμπαινε σαν θρίαμβοςΌταν η μοίρα σπάραζε στη λόγχη της καρδιάς
Κι άναβαν τα εμφύλια κελαηδίσματα
Τι γίνηκαν οι αθάνατες μάρτιες σπονδές
Οι ελληνικές γραμμές μες στο νερό της χλόης
Λαβώθηκαν τα μέτωπα κι οι αγκώνες
Ο χρόνος από τον πολύ ουρανό κύλησε ρόδινος
Οι άνθρωποι προχωρήσανε
Γεμάτοι οδύνη και όνειρο
Στυφή μορφή! Εξευγενισμένη από τον άνεμο
Θύελλας καλοκαιρινής που τα πυρρόξανθα ίχνη
Αφήνει στις γραμμές των λόφων και των αετών
Στις γραμμές της παλάμης σου του πεπρωμένου
Τι ξέρεις ν' αντικρίζεις και τι ξέρεις να φορείςΝτυμένη από τη μουσική των χόρτων και πως προχωρείςΜέσα απ' τα ρείκια ή τις αλισφακιέςΣτο τελικό σημείο του βέλους
Σ' αυτό το κοκκινόχωμα της Βοιωτίας
Μέσα στων βράχων το ερημικό εμβατήριο
Θ' ανάψεις τα χρυσά δεμάτια της φωτιάς
Θα ξεριζώσεις την κακή καρποφορία της θύμησης
Θ' αφήσεις μια πικρή ψυχή στην άγρια μέντα!
ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ
Όταν η μέρα τεντωθεί από το κοτσάνι της κι ανοίξει όλα
τα χρώματα πάνω στη γη
Όταν από φωνή σε στόμα σπάσει ο σταλαγμίτηςΌταν ο ήλιος κολυμπήσει σαν ποτάμι σ' έναν κάμπο αθέριστοΚαι τρέξει ένα πανί βοσκόπουλο των μελτεμιών μακριάΠάντα η στολή σου είναι στολή νησιού είναι μύλος που γυρίζει
ανάποδα τα χρόνιαΤα χρόνια που έζησες και που τα ξαναβρίσκω να πονούν
στο στήθος μου τη ζωγραφιά τουςΗ μια βερικοκιά σκύβει στην άλλη και το χώμα πέφτει από
την αγκαλιά του ξυπνητού νερούΗ σφήκα στο κορμί του φλόμου ανοίγει τα φτερά τηςΎστερα ξαφνικά πετάει και χάνεται βουίζονταςΚι από σταλαγματιά σε φύλλο κι από φύλλο σε άγαλμα όσο πάει
και πιο πολύ μεταμορφώνεται ο καιρόςΠαίρνει τα πράγματα που σε θυμίζουν κι όσο πάει και πιο πολύ
τα συγγενεύει μες στον έρωτά μουΟ ίδιος πόθος ξαναϋφαίνεταιΟ κορμός όλος φλέγεται του δέντρου του ήλιου της καλής καρδιάς
Έτσι σε βλέπω ακόμη στην αχτίδα της αιώνιας μέραςΝ' ακούς το χτυποκάρδι της στεριάςΗ γέννηση δεν άλλαξε ούτε μια χαρά σου
Άφηνες μια μεγάλη νύφη αφρού ανεβαίνοντας
Τίναζες το κεφάλι σου σαπουνισμένο από την πρωινή ομορφιάΗ αιθρία πλάταινε τα μάτια σου
Δεν ήταν αίνιγμα που να μη σβήνει πια που να μη γίνεται καπνός
σε στόμα αιόλουΆλλαζες με τα χέρια σου τις εποχές
Βάζοντας χιόνια και βροχές, λουλούδια, θάλασσες
Κι η μέρα χώριζε από το κορμί σου, ανέβαινε, άνοιγε, μεγάληευχή πάνω στα ηλιοτρόπια
Τι ξέρει τώρα ο τζίτζικας από την ιστορία που άφησες, τι ξέρει
ο γρύλος
Η καμπάνα του χωρίου που ανοίγεται στον άνεμοΗ κάμπια, ο κρόκος, ο αχινός, το αλφάκι του νερούΜυριάδες στόματα φωνάζουνε και σε καλούνΈλα λοιπόν απ' την αρχή να ζήσουμε τα χρώματαΝ' ανακαλύψουμε τα δώρα του γυμνού νησιούΡόδινοι και γαλάζιοι τρούλοι θ' αναστήσουν το αίσθημαΓενναίο σαν στήθος το αίσθημα έτοιμο να ξαναπετάξειΈλα λοιπόν να στρώσουμε το φωςΝα κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου
Ξέρεις, κάθε ταξίδι ανοίγεται στα περιστέριαΌλος ο κόσμος ακουμπάει στη θάλασσα και τη στεριάΘα πιάσουμε το σύννεφο θα βγούμε από τη συμφορά του χρόνουΑπό την άλλην όψη της κακοτυχιάςΘα παίξουμε τον ήλιο μας στα δάχτυλαΣτις εξοχές της ανοιχτής καρδιάςΘα δούμε να ξαναγεννιέται ο κόσμος.
ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ
Έταξα στην ίριδα μια γη καλύτερη μιαν εποχή γεμάτη χώμα φρέσκοαπό χαμομήλι αμόλυντο στα γυμνά πόδια που θυμιάζουνε με φούριαπράσινη τη λαχτάρα της νεροκορφής καθώς θαμπώνουν τους δρό-μους όπου χτυπούν οι πέρδικες τη βαθιά καρδιά της ευφωνίας. Γέμι-σα κάτασπρα πουλιά τον άνεμο που θα πάει στα πρωινά εγκαίνια τηςθάλασσας!
Και να τώρα που είμαστε και οι δυο μας έτοιμοι, κρατιόμαστε απ' ταχέρια, η ποδιά μας είναι παιδική, πότε ρόδινη πότε πράσινη, τα κλω-νάρια μας αμάραντα.
Όταν φυσούμε ανοίγει ο πέπλος το πλατύ ριγήλισμα της άμμου σταωραία χρόνια που θα 'ρθουν γεμάτα νανουρίσματα και κορμιά ναϊά-δων στάζοντας φύκια με πολλές διαμαντόπετρες τραγουδιών που θαξαναγυρίσουν ανέγγιχτα στο βάθος τ' ουρανού. Από κει θ' αρχίσεικι ο μόχθος, κι η ευτυχία θα μπει στα κρύσταλλα που περιμέναμε χω-ρίς άλλες κορυφογραμμές χωρίς άλλα νησιά χωρίς άλλες ιστορίεςαπό κείνες που ταιριάζουν στα στήθια μας αλλά και στα στήθια όλουτου κόσμου γιατί όλος ο κόσμος μπορεί να μιλήσει με φωνή πορφύ-ρας για την ευτυχία του γιατί όλος ο κόσμος αγαπάει τα πράματα πουτον αγαπούνε και τρέχει στην απέραντη χλωρασιά της ψυχής τουόπως τρέχει ο καταρράχτης στα βουνά, ο ύμνος στα χρυσά μαλλιάτων παλικαριών της Δικαιοσύνης.
Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ
Ξύπνησες τη σταλαγματιά της μέραςΕπάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρωνΩ τι ωραία που είσαιΜε τα χαρούμενα μαλλιά σου ξέπλεκαΚαι με τη βρύση που ήρθες ανοιχτήΓια να σ' ακούω που ζεις και που διαβαίνεις!
Ω τι ωραία που είσαι
Τρέχοντας με το χνούδι της κορυδαλλένιαςΓύρω από τις μοσκιές που σε φυσούνεΚαθώς φυσάει ο στεναγμός το πούπουλοΜ' ένα μεγάλον ήλιο στα μαλλιάΚαι με μια μέλισσα στη λάμψη του χορού σου
Ω τι ωραία που είσαιΜε το καινούριο χώμα που πονείςΑπό τη ρίζα έως την κορυφή των ίσκιωνΑνάμεσα στα δίχτυα των ευκάλυπτων
Με τον μισό ουρανό μέσα στα μάτια σουΚαι με τον άλλον στα μάτια που αγαπάς
Ω τι ωραία που είσαιΚαθώς ξυπνάς τον μύλο των ανέμωνΚαι γέρνεις τη φωλιά σου αριστεράΓια να μην πάει χαμένος τόσος έρωταςΓια να μην παραπονεθεί ούτε μια σκιάΣτην ελληνίδα πεταλούδα που άναψες
Ψηλά με την αυγερινή ευφροσύνη σου
Γεμάτη από τη χλόη της ανατολής
Γεμάτη απ' τα πρωτάκουστα πουλιάΩ τι ωραία που είσαι
Ρίχνοντας τη σταλαγματιά της μέρας
Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων!
Η ΤΡΕΛΗ ΡΟΔΙΑ
Πρωινό ερωτηματικό κέφι à perde haleine
Σ' αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάςΣφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιάΠου σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο τηςΜε ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή
ροδιά
Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθροΑνοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;
Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσιαΘερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλιαΓυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιάΠου βάζει ανύποπτη μες στα χλωρά πανέρια τους τα φώταΠου ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους, πέστε μουΕίναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου;
Στη μέρα που απ' τη ζήλια της στολίζεται μ' εφτά λογιώ φτερά
Ζώνοντας τον αιώνιον ήλιο με χιλιάδες πρίσματα
Εκτυφλωτικά, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που αρπάει μια χαίτη μ' εκατό βιτσιές στο τρέξιμό της
Ποτέ θλιμμένη και ποτέ γρινιάρα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που ξεφωνίζει την καινούρια ελπίδα που ανατέλλει;
Πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει στα μάκρη
Τινάζοντας ένα μαντίλι φύλλων από δροσερή φωτιά
Μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυο καράβια
Με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε
Σ' αμύριστες ακρογιαλιές, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που τρίζει τ' άρμενα ψηλά στο διάφανον αιθέρα;
Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι εορτάζειΑγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιάΠου σπάει με φως καταμεσής του κόσμου τις κακοκαιριές
του δαίμονα
Που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέραςΤην πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια, πέστε μου είναι
η τρελή ροδιάΠου βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;
Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταύγουστουΠέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζειΤινάζοντας απ' τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια τηςΞεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιάΠέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτωνΣτο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;
Odysseas Elyths - Eksi kai Mia Typseis gia Ton Ourano
Οδυσσέας Ελύτης
Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑΙΑ
Συχνά, στην Κοίμηση του Δειλινού, η ψυχή της έπαιρνεαντίκρυ απ’ τα βουνά μιαν αλαφράδα, μ’ όλο που ημέρα ήταν σκληρή και η αύριο άγνωστηΌμως, όταν σκοτείνιαζε καλά κι έβγαινε του παπά τοχέρι πάνω από το κηπάκι των νεκρών, ΕκείνηΜόνη της. Όρθια, με τα λιγοστά της νύχτας κατοικίδια- το φύσημα της δεντρολιβανιάς και την αθάλη τουκαπνού από τα καμίνια - στης θαλάσσης την έμπασηαγρυπνούσεΑλλιώς ωραία !Λόγια μόλις των κυμάτων ή μισομαντεμένα σ’εναθρόισμα, κι άλλα που μοιάζουν των αποθαμένωνκι αλαφιάζονται μέσα στα κυπαρίσσια, σαν παράξεναζώδια, τη μαγνητική δορυφορώντας κεφαλή της άναβαν.Και μιαΚαθαρότη απίστευτη άφηνε, σε μέγα βάθος μέσα της,το αληθινό τοπίο να φανεί,Οπου, σιμά στον ποταμό, παλεύανε τον Αγγελοοι μαύροι άνθρωποι, δείχνοντας με ποιόν τρόπο γεννιέταιη ομορφιάΉ αυτό που εμείς, αλλιώς, το λέμε δάκρυ.Κι όσο βαστούσε ο λογισμός της, ένιωθες, εξεχείλιζετην όψη που έλαμπε με την πίκρα στα μάτια και μετα πελώρια, σαν παλιάς Ιεροδούλου, ζυγωματικά,Τεντωμένα στ’ ακρότατα σημείατου Μεγάλου Κυνός και της Παρθένου." Μακριά από τη λοιμική της πολιτείας, ονειρεύτηκαστο πλάι της μιάν ερημιά, όπου το δάκρυ να μην έχει νόημακαι όπου το μόνο φως να’ ναι από την πυράπου κατατρώγει όλα μου τα υπάρχοντα.Ώμο τον ώμο οι δυό μαζί ν’ αντέχουμε το βάροςαπό τα μελλούμενα, ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιάκαι στην συμβασιλεία των άστρων,Σα να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κεί ακριβώς,μέσα στην άκρα σιγαλιάπου ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοιΚαι πως, αφ’ ότου αβάσταχτη έγινε στου αντρόςτα στέρνα η μοναξιά, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!"Η ΑΥΤΟΨΙΑΛοιπόν, ευρέθηκε ο χρυσός της λιόριζας να’ χει σταλάξειστα φύλλα της καρδιάς του.Κι από τις τόσες φορές όπου ξαγρύπνησε, σιμά στο κηροπήγιο,καρτερώντας τα χαράματα, μια πυράδαπαράξενη του’ χε αρπάξει τα σωθικά.Λίγο πιο κάτω από το δέρμα,η κυανωπή γραμμήτου ορίζοντα έντονα χρωματισμένη. Και άφθονα ίχνηγλαυκού μέσα στο αίμα.Οι φωνές των πουλιών, που’ χε σ’ ώρες μεγάλης μοναξιάςαποστηθίσει, φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί,τόσο που δεν εστάθη βολετό να προχωρήσεισε μεγάλο βάθος το μαχαίρι.Μάλλον η πρόθεση άρκεσε για το Κακό,Που τ’αντίκρισε- είναι φανερό-στη στάσητην τρομαχτική του αθώου. Ανοιχτά, περήφανα τα μάτια του,κι όλο το δάσος να σαλεύει ακόμη πανωστον ακηλίδωτον αμφιβληστροειδή.Στόν εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μιά ηχώ ουρανού καταστραμμένη.Και μονάχα στην κόγχη από τ’ αριστερό του αυτί, λίγη,λεπτή, ψιλούτσικη άμμο, καθώς μέσα στα όστρακα.Όπου σημαίνει ότι πολλές φορές είχε βαδίσει πλάιστην θάλασσα, κατάμονος, με το μαράζι του έρωτακαι τη βοή του ανέμου.Όσο γι’ αυτά τα ψήγματα φωτιάς πάνω στην ήβη,δείχνουν ότι στ’ αλήθεια πήγαινε ώρες πολλές μπροστά,κάθε φορά που έσμιγε με γυναίκαΘά’ χουμε πρώιμους καρπούς εφέτοςΑ. Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ
Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη απότο πέρασμα τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.Κει που μεμιάς τους έριξε το’ ΑσάλευτοΜπρούμυτα, σ’ένα χώμα που κι η πιό μικρή ανεμώνατου θα’ φτανε να πικράνει τον αέρα του Αδη( Το’ να χέρι μπρός, έλεγες πολεμούσε ν’ αρπαχτείαπ’ το μέλλον, τ’ άλλο κάτω απ’ την έρμη κεφαλή,στραμένη με το πλάιΣα να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενόςξεκοιλιασμένου αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας )Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μιάη πιό κόκκινη, κάλυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλληαβρή, σάλευε κιόλας μές στο διάστημα.Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγαΤο παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπονα χαράζετα, μέσα στη μελανάδα τ’ ουρανούΉλιος νέος, αγίνωτος ακόμηΠου δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιώναπό το ζωντανό τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξειαγκάθι αποχρησμοδοτούσε το έρεβος...Κι απαρχής κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, ΠοταμοίΠλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτηκαι αναστραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώραμε θανατωμένο μέσα τους το ΔήμιοΧωρικοί του απέραντου γαλάζιου !Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα, μήτεη φωνή του Πόλου κατακόρυφα πέφτονταςαναιρούσανε τα βήματά τους,Διάβαζαν άπληστα τον κόσμο με τα μάτια τ’ ανοιχτάγια πάντα, κει που μεμιάς τους έριξε το ΑσάλευτοΜπρούμυτα, κι όπου με βία κατέβαιναν οι γύπεςνα ευφρανθούν τον πηλότων σπλάχνων τους και το αίμαΒ. Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ(Παραλλαγή)
Η παραλλαγή είναι όμοια μέχρι τον στίχο"Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου !"
Δίχως μήνες και χρόνοι να λευκαίνουν το γένι τουςμε το μάτι εγύριζαν τις εποχές, ν’ αποδώσουν σταπράγματα το αληθινό τους όνομαΚαι στο κάθε βρέφος που άνοιγε τα χέρια, ούτε μια ηχώμονάχα το μένος της αθωότητας που ολοέναδυνάμωνε τους καταρράχτες...Μια σταγόνα καθαρού νερού, σθεναρή πάνω απ΄ ταβάραθρα, την έιπανε ’ Αρετή και της έδωσανενα λιγνό αγορίστικο σώμα.Όλα μέρα τώρα η μικρή Αρετή κατεβαίνει κι εργάζεταισκληρά στα μέρη όπου η γη απο άγνοια σήποντανκι είχαν οι άνθρωποι ενεξήγητα μελανουργήσει,Αλλά τις νύχτες καταφεύγει πάντα εκεί ψηλάστην αγκαλιά του Όρους, καθώς μέσα στα μαλλιαράστήθη του Αντρός.Και η άχνα που ανεβαίνει απ’ τις κοιλάδες, έχουννα κάνουν πως δεν είναι λέει καπνός, μα η νοσταλγίαπου ξεθυμαίνει απο τις χαραμάδεςτου ύπνου των ΓΕΝΝΑΙΩΝ.ΛΑΚΩΝΙΚΟΝ
Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε,που η λάμψη μουεπέστρεψε στον ήλιο.Κείνος με πέμπει τώτα μέσα στην τέλεια σύνταξητης πέτρας και του αιθέρος,Λοιπόν, αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι.Ώ λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωροΧειμώνα ελάχιστε,Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάςΚαι στη νύχτα των αφρόνων μ’ενα μικρό τριζόνικατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ήΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣΜονμιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματατων νοσταλγιών της: Μεσημέρι.Άδραξε μυτερό χαλίκι, κι αργά, με δεξιοσύνη, ο ήλιος,πάνω απ’ τον ώμο της Κόρης του Ευθυδίκου, χάραξετα πτερύγια των ξεφύρων.Το φώς δουλεύοντας τα σάρκα μου,φάνηκε μια στιγμήστο στ΄θος το μενεξεδί αποτύπωμα,κει που η τύψημ’ άγγξε κι έτρεχα σαν τρελός. Ύστερα, μες σταπλάγια φύλλα ο ύπνος μ’ αποστέγνωσε, κι έμειναμόνος. Μόνος.Ζήλεψα τη σταλαγματιά που απαρατήρητη δόξαζετα σκίνα. Όμοια να’ μουν στο έπαγκλο μάτι πουαξιώθηκε να δει το τέλος του ’ Ελέους !Ή μήνα κι ήμουν ; Στην τραχύτατη του βράχου, ανάρραγουαπο την κορυφή ως τα βάραθρα, γνώρισατα πεισματικά σαγόνια μου. Που σπάραζαν το κτήνοςμέσα στον άλλον αιώνα.Και η άμμο πέρα, κατακαθισμένη απο την ευφροσύνηπου μου’ δωκεν η θάλασσα, κάποτε, σανβλαστήμησαν οι άνθρωποι κι άνοιγα τις οργιέςμε βιάση μα ξεδώσω μέσα της...να’ ταν αυτό που γύρευα;η Αγνότητα;Το νερό αναστρέφοντας το ρέμα του, μπήκα στο νόηματης μυρσίνης όπου φυγοδικούν οι ερωτευμένοι.Άκουσα ξανά το μετάξι που έψαυε τα τριχωτάμου στήθη ασθμαίνοντας. Και η φωνή " χρυσέ μου ",νύχτα, μέσα στη ρεματιά, που έκοβα το στερνό πρυμνήσιοτων άστρων και πρόσεχε να πάρει σχέδιοτ’ αηδόνι.Τι λαχτάρες αλήθεια και τι χλευασμούς εδέησενα περάσω, με το λίγο του όρκου στα δυο μάτια και ταδάχτυλα έξω απ’ τη φθορά. Τέτοιες χρονιές...ά ναι...!θα’ ταν που εργαζόμουν να γίνει ΄τοσο τρυφερότο απέραντο γαλάζιο !Είπα. Και στέφοντας το πρόσωπο, μες το φώς ξανάτο αντίκριζα να με ατενίζει.Δίχως έλεος.
ΚΙ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ Η ΑΓΝΌΤΗΤΑ
Όμορφη, κι απ’ των χρόνων το σκίασμα συλλογισμένη,κάτω απ’ τον σημαφόρο του ήλιου, η Κόρητου Ευθυδίκου δάκρυζεΠου μ’ έβλεπε να περπατώ, πάλι μέσα στον κόσμοαωτόν, δίχως Θεούς, αλλά βαρύς απ’ ότι, ζώντας,αφαιρούσα του θανάτου.Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματατων νοσταλγιών της: Μεσημέρι.Ο ΑΛΛΟΣ ΝΩΕΈριξα τους ορίζοντες μες στον ασβέστη, και μεχέρι αργό αλλά σίγουρο πήρα να χρίσω τους τέσσεριςτοίχους του μέλλοντος μου.Η ασέλγεια, είπα, είναι καιρός ν’ αρχίσει τώρα τοιερατικό της στάδιο, και σε μιά Μονή Φωτόςν’ ασφαλίσει την υπέροχη στιγμή που ο άνεμος έξυσε λίγοσυννεφάκι πάνω απο τ’ ακρότατο δέντρο της γης.Κείνα που μόνος μόχθησα να βρώ, για να κρατήσω τούφος μου μέσα στην καταφρόνια, θα’ ρθουν...απο το δυνατό του ευκάλυπτου οξύ ως το θρόισμα της γυναίκαςνα σωθούν στην ασκητείας μου την Κιβωτό.Και το πιο μακρινό και παραγκωνισμένο ρυάκι, κιαπ’ τα πουλιά το μόνο που μ’ άφηκαν, το σπουργίτι,κι απο το πενιχρό της πίκρας λεξιλόγιο, δυο, καν τρία,λόγια: ψ ω μ ί, κ α η μ ό ς, α γ ά π η. . .(Ω Καιροί που στρεβλώσατε το ουράνιο τόξο, κιαπ΄ το ραμφί του σπουργιτιού αποσπάσατε το ψίχουλο, καιδεν αφήσατε μήτε τόση δα φωνούλα καθαρούνερού να συλλαβίσει στη χλόη την αγάπη μου,Εγώ που αδάκρυτος υπόμεινα την ορφάνια της λάμψης,ώ Καιροί, δε συγχωρώ.)Κι όταν, ο ένας του άλλου τρώγωντας τα σπλάχνα,λιγοστέψει ο άνθρωπος, κι απο τη μια στην άλληΓενεά, κυλώντας το Κακό, αποθηριωθεί μέςστο παντερειπωτικό ουράνιο.Τα λευκά της μοναξιάς μου μόρια, πάνω απο τη σκουριάτου χαλασμένου κόσμου στροβιλίζοντας, θα πάννα δικαιώσουν τη μικρή μου σύνεσηΚι αρμοσμένα πάλι τους ορίζοντες μακριά θ’ ανοίξουν,ενα ενα στα χείλη του νερού να τρίξουντα λόγια τα πικρά,Το παλιό μου της απελπισίας νόημα δίνονταςΏσαν δάγκωμα σε φύλλο ουρανικού ευκαλύπτου,η άγια των ηδονών ημέρα να μυρίσειΚαι γυμνή ν’ ανέβει το ρεύμα του Καιρούη Γυναίκα η ΧλοοφόροςΠου μ’ αργότης ανοίγοντας βασιλική τα δάχτυλα,μια για πάντα θα στείλει το πουλίΣτων ανθρώπων τον ανίερο κάματο, απο και πουέσφαλε ο Θεός, να στάξειΤρίλια της Παράδεισος !ΕΦΤΑ ΜΕΡΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΚΥΡΙΑΚΗ: Πρωί, στο Ναό του Μοσχοφόρου. Λέω:να γίνει αληθινή σα δέντρο η ωραία Μυρτώ καιτ’ αρνάκι της ,κοιτάζοντας ίσια στα μάτια το δολοφόνο μου,για μια στιγμή, να τιμωρήσει το πικρότατο μέλλον.ΔΕΥΤΕΡΑ: Παρουσία χλόης και νερού στα πόδια μου.Που θα πει πως υπάρχω. Πρίν ή μετά το βλέμμα πουθα μ’ απολιθώσει, το δεξί χέρι ψηλά κρατώνταςενα πελώριο γαλάζιο Στάχυ. Για να ιδρύσωτα Νέα Ζώδια.ΤΡΙΤΗ: Έξοδος των αριθμών. Πάλη του 1 με το 9σε μια παραλία πανέρημη, γεμάτη μαύρα βότσαλα,φύκια σωρούς, μεγάλες ραχοκοκαλιές θηρίων στα βράχια.Τα δυο παλιά κι αγαπημένα μου άλογα, χρεμετίζονταςόρθια πάνω απο τους ατμούς που ανεβάζειτο θειάφι της θαλάσσης.ΤΕΤΑΡΤΗ: Απο την άλλη μεριά του Κεραυνού.Το καμένο χέρι που θα ξαναβλαστήσει. Να ισιώσειτις πτυχές του κόσμου.ΠΕΜΠΤΗ: Ανοιχτή θύρα: σκαλοπάτια πέτρινα,κεφαλές απο γεράνια, και πιο πέρα στέγες διάφανες, χαρταετοί,τρίμματα χοχλιδιών στον ήλιο. Ένας τράγοςμηρυκάζει αργά τους αιώνες, κι ο καπνός, γαλήνιος,ανεβαίνει μέσ’ απο τα κέρατα.Την ώρα που κρυφά, στην πίσω αυλή, φιλιέταιη κόρη του περιβολάρη, κι απο την πολλή αγαλλίασημια γλάστρα πέφτει και τσακίζεται.Ά,να σώσω αυτόν τον ήχο !ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ: Της Μεταμορφώσεως των γυναικώνπου αγάπησα χωρίς ελπίδα. Ηχώ: Μα ρί νααα!Ελέ νηηη! Κάθε χτύπος καμπάνας, κι απο μιαπασχαλιά στην αγκαλιά μου. Ύστερα φώς παράξενο,και δύο ανόμοια περιστέρια που με τραβούν ψηλάσ’ένα κισσοστολισμένο σπίτι.ΣΑΒΒΑΤΟ: Κυπαρίσσι απο το σόι μου, που το κόβουνάντρες βλοσυροί και αμίλητοι: γι’ αρρεβώναή θάνατον. Σκάβουν το χώμα γύρω και το ραντίζουνμε γαρυφαλλόνερο.Έχοντας εγώ κιόλας απαγγείλει τα λόγιαπου απομαγνητίζουν το άπειρο !
Elyths - Aksion Esti
Οδυσσέας Ελύτης
Πλεονάκις επολέμησαν με εκ νεότητός μου,
και γαρ ουκ ηδυνήθησαν μοι. ΨΑΛΜΟΣ ΡΚΗ’
Η ΓΕΝΕΣΙΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ το φως Kαι η ώpα η πpώτη που τα χείλη ακόμη στον πηλόδοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμουΑίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί Πανωραία στον ύπνο της άπλωσε και η θάλασσαγάζες αιθέρος τις αλεύκαντες κάτω απ' τις χαρουπιές και τους μεγάλους όρθιους φοίνικες Εκεί μόνος αντίκρισατον κόσμοκλαίγοντας γοερά Η ψυχή μου ζητούσε Σηματωρό και Κήρυκα Είδα τότε θυμάμαιτις τρεις Μαύρες Γυναίκεςνα σηκώνουν τα χέρια κατά την ΑνατολήΧρυσωμένη τη ράχη τους και το νέφος που άφηναν λίγο-λίγο σβήνοντας δεξιά Και φυτά σχημάτων άλλων Ήταν ο ήλιoς με τον άξονά του μέσα μουπολυάχτιδος όλος που καλούσε Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πρινΟ ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουpανόΈνιωσα ήpθε κι έσκυψε πάνω απ' το λίκνο μουίδια η μνήμη γινάμενη παρόντη φωνή πήρε των δέντρων, των κυμάτων:"Εντολή σου, είπε, αυτός ο κόσμοςκαι γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναιΔιάβασε και προσπάθησεκαι πολέμησε" είπε"Ο καθείς και τα όπλα του" είπεΚαι τα χέρια του άπλωσε όπως κάνεινέος δόκιμος Θεός για να πλάσει μαζί αλγηδόνα κι ευφροσύνη.Πρώτα σύρθηκαν με δύναμη και ψηλά πάνω από τα μπεντένια ξεκαρφώθηκαν πέφτοντας οι Εφτά Mπαλτάδες κατά πώς η Καταιγίδαστο σημείο μηδέν όπου ευωδιάζειαπ' αρχής πάλι ένα πoυλίκαθαρό παλιννοστούσε το αίμακαι τα τέρατα έπαιρναν την όψη ανθρώπουΤόσο εύλογο το ΑκατανόητοΎστερα και οι άνεμοι όλοι της φαμίλιας μου έφτασαν τ' αγόρια με τα φουσκωμένα μάγουλακαι τις πράσινες πλατιές ουρές όμοια Γοργόνεςκαι άλλοι γέροντες γνώριμοι παλαιοίοστρακόδερμοι γενειοφόροι Και το νέφος εχώρισαν στα δύο Και αυτό πάλι στα τέσσερα και το λίγο που απόμεινε φύσηξαν και ξαπόστειλαν στο Βορρά Με πλατύ πάτησε πόδι στα νερά και αγέρωχος ο μέγας Κούλες Η γραμμή του ορίζοντα έλαμψε Ορατή και πυκνή και αδιαπέραστη ΑΥΤΟΣ ο πρώτος ύμνος. ΚΑΙ ΑΥΤΟΣαλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο Αχειροποίητοςμε το δάχτυλο έσυρε τις μακρινές γραμμέςανεβαίνοντας κάποτε ψηλά με οξύτητα και φορές πιο χαμηλά οι καμπύλες απαλές μία μέσα στην άλληστεριές μεγάλες που ένιωσα να μυρίζουνε χώμα όπως η νόηση Τόσο ήταν αλήθεια που πιστά μ' ακολούθησε το χώμα έγινε σε μεριές κρυφές πιο κόκκινο και αλλού με πολλές μικρές πευκοβελόνες Ύστερα πιο νωχελικά οι λόφοι οι κατωφέρειες άλλοτε και το χέρι αργό σε ανάπαυση τα λαγκάδια οι κάμποι κι άξαφνα πάλι βράχοι άγριοι και γυμνοί δυνατές πολύ παρορμήσεις Μια στιγμή που εστάθηκε να στοχαστεί κάτι δύσκολο ή κάτι το υψηλό:ο Όλυμπος, ο Ταύγετος"Κάτι που να σου σταθεί βοηθός και αφού πεθάνεις", είπεΚαι στις πέτρες μέσα τράβηξε κλωστές κι απ' τα σπλάχνα της γης ανέβασε σχιστόλιθο ένα γύρο σ' όλη την πλαγιά τα πλατιά στερέωσε σκαλοπάτια Εκεί μόνος απίθωσε κρήνες λευκές μαρμάρινες μύλους ανέμων τρούλους ρόδινους μικρούς και ψηλούς διάτρητους περιστεριώνες Αρετή με τις τέσσερεις ορθές γωνίες Κι επειδή συλλογίστηκεν ωραία που είναι στην αγκαλιά ο ένας του άλλου γέμισαν έρωτα οι μεγάλες γούρνες αγαθά σκύψανε τα ζώα μοσκάρια και αγελάδες σα να μην ήτανε στον κόσμο πειρασμός κανένας και να μην είχαν γίνει ακόμη τα μαχαίρια "Η ειρήνη θέλει δύναμη να την αντέξεις" είπε και στροφή γύρω του κάνοντας μ' ανοιχτές παλάμες έσπειρεφλόμους κρόκους καμπανούλες όλων των ειδών της γης τ' αστέρια τρυπημένα στο ένα φύλλο τους για σημείο καταγωγής και υπεροχή και δύναμη ΑΥΤΟΣο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!ΑΛΛΑ ΠΡΙΝ ακούσω αγέρα ή μουσική πού κινούσα σε ξάγναντο να βγω (μιαν απέραντη κόκκινη άμμο ανέβαιναμε τη φτέρνα μου σβήνοντας την Ιστορία)πάλευα τα σεντόνια Ήταν αυτό πού γύρευα και αθώο και ριγηλό σαν αμπελώναςκαι βαθύ και αχάραγο σαν η άλλη όψη τ' ουρανού Κάτι λίγο ψυχής μέσα στην άργιλλοΤότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα Και είδα και θαύμασαΚαι στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ' εικόνα και ομοίωσή μου:Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή και γαλήνιοι αμφορείς και λοξές δελφινιών ράχες η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Mήλος "Κάθε λέξη κι από 'να χελιδόνι για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος" είπεΚαι πολλά τα λιόδεντρα που να κρησάρουν στα χέρια τους το φωςκι ελαφρό ν' απλώνεται στον ύπνο σου και πολλά τα τζιτζίκια που να μην τα νιώθειςόπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου αλλά λίγο το νερό για να το 'χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του και το δέντρο μονάχο του χωρίς κοπάδι για να το κάνεις φίλο σου και να γνωρίζεις τ' ακριβό του τ' όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα για να μην έχεις που ν' απλώσεις ρίζα και να τραβάς του βάθους ολοένα και πλατύς επάνου ο ουρανός για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη ΑΥΤΟΣ ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας! "KΑΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ αυτόν ανάγκη να τον βλέπεις και να τον λαβαίνεις"είπε: Κοίταξε! και τα μάτια μου έριξαν τη σποράγρηγορώτερα τρέχοντας κι από βροχήτα χιλιάδες απάτητα στρέμματα Σπίθες ρίζα μες στο σκότος πιάνοντας και νερών άξαφνων πίδακες H σιγή που εκχέρσωνα για ν' αποθέσω γόνους φθόγγων και χρησμών φύτρα χρυσά Το ξινάρι ακόμη μες στα χέρια μου τα μεγάλα είδα κοντόποδα φυτά, γυρίζοντας το πρόσωπο άλλα υλακώντας άλλα βγάζοντας τη γλώσσα:Να το σπαράγγι να ο ριθιός να το σγουρό περσέμολο το τζεντζεφύλλι και το πελαργόνι ο στύφνος και το μάραθο Οι κρυφές συλλαβές όπου πάσχιζα την ταυτότητά μου ν' αρθρώσω"Εύγε, μου είπε, και ανάγνωση γνωρίζεις και πολλά μέλλει να μάθεις αν το Ασήμαντο εμβαθύνεις Και μια μέρα θα 'ρθει βοηθούς ν' αποκτήσεις Θυμήσου:τον αγχέμαχο Ζέφυρο, το ερεβοκτόνο ρόδι τα φλεγόμενα , ωκύποδα φιλιά" Και ο λόγος του χάθηκε σαν ευωδιάH ώρα εννιά χτύπησε πέρδικα τη βαθιά καρδιά της ευφωνίας αλληλέγγυα στάθηκαν τα σπίτια και μικρά και τετράγωνα με καμάρα λευκή και λουλακί πορτόφυλλο Κάτω απ' την κληματαριά ώρες εκεί ρέμβασα με μικρά-μικρά τιτυβίσματα κοασμούς, τρυσμούς, το μακρινό κουκούρισμα:Να το πιπίνι να το λελέκι να το γυφτοπούλι ο νυχτοπάτης και η νερόκοταήταν και ο μπόμπιρας εκεί και το αλογάκι πού λεν της Παναγίας "Η στεριά με τα σκέλη μου γυμνά στον ήλιοκαι πάλι δύο οι θάλασσες και η τρίτη ανάμεσα - λεμονιές κιτριές μανταρινιές - και ο άλλος μαίστρος με τ' απάνω του αψηλό μπογάζιαλλοιώνοντας τ' οζόνιο τ ουρανού Χαμηλά στων φύλλων τον πυθμένα η τριβίδα η λεία τ' αυτάκια των ανθώνκι ο θαλλός ο αδημονώντας και είναι ΑΥΤΟΣο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
ΥΣΤΕΡΑ και το φλοίσβο ενόησα και τον μακρύ ατελείωτο ψίθυρο των δέντρωνΕίδα πάνω στο μόλο αραδιασμένα τα κόκκινα σταμνιά και πιο σιμά στο ξύλινο παραθυρόφυλλο κει που κοιμόμουνα με το 'να πλάι λάλησε πιο δυνατά ο βοριάς Και είδα Κόρες όμορφες και γυμνές και λείες ωσάν το βότσαλο με το λίγο μαύρο στις κόχες των μηρών και το πολύ και πλούσιο ανοιχτό στις ωμοπλάτες να φυσούν όρθιες μέσα στην Κοχύλα και άλλες γράφοντας με κιμωλία λόγια παράξενα, αινιγματικά:ΡΩΕΣ, ΑΛΑΣΘΑΣ, ΑΡΙΜΝΑ,ΟΛΗΙΣ, ΑΪΑΣΑΝΘΑ, ΥΕΛΤΗΣμικρές φωνές πουλιών και υακίνθων ή άλλα λόγια του Ιουλίου Σημαίνοντας οι έντεκα πέντε οργιές του βάθους πέρκες γοβιοί σπάροιμε πελώρια σβάραχνα και κοντές πρυμναίες ουρές Ανεβαίνοντας έβρισκα σπόγγουςκαι σταυρούς θαλάσσης και λιγνές αμίλητες ανεμώνες και πιο ψηλά στα χείλη του νερού πεταλίδες τριανταφυλλιέςκαι μισάνοιχτες πίνες και αρμυρήθρες"Ακριβά λόγια, μου είπε, όρκοι παλαιοί που έσωσε ο Καιρός και η σίγουρη ακοή τωv μακρινών ανέμων"Και σιμά στο ξύλινο παραθυρόφυλλο κει που κοιμόμουνα με το 'να πλάι δυνατά στο στήθος μου έσφιξα το μαξιλάρι και τα μάτια μου δάκρυα γιομάτα Ήμουν στον έκτο μήνα των ερώτων και στα σπλάχνα μου σάλευε σπόρος ακριβός ΑΥΤΟΣ ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας! "ΑΛΛΑ ΠΡΩΤΑ θα δεις την ερημιά και θα της δώσεις το δικό σου νόημα, είπε Πριν από την καρδιά σου θα ναι αυτήκαι μετά πάλι αυτή θ' ακολουθήσει Τούτο μόνο να ξέρεις:Ό,τι σώσεις μες στην αστραπή καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει"Και ψηλά πολύ πάνω απ' τα κύματα έστησε τα χωριά των βράχων Eκεί σκόνη έφτανε ο αφρός άπλερη γίδα είδα να γλείφει τις ρωγμές με το μάτι λοξό και το λίγο κορμί σκληρό σα χαλαζίας Έζησα τις ακρίδες και τη δίψα και τα τραχιά στις αρμοσιές τους δάχτυλαχρόνους τακτούς όσους η Γνώση ορίζειΣτα χαρτιά σκυφτός και στα βιβλία τ' απύθμενα με σκοινί λιανό κατεβαίνοντας νύχτες και νύχτεςτο λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση του μαύρου Την ελπίδα ως τα δάκρυαΤη χαρά ως την άκρα απόγνωσηΝα σταλθεί βoήθεια τότε κρίθηκε η στιγμήκαι ο κλήρος έπεσε στις βροχέςκελαρύσανε όλη μέρα ρυάκια έτρεξα σαν τρελός στις πλαγιές έσχισα σχίνο και πολύ μύρτο μες στη φούχτα μου έδωσα να δαγκάσουνε οι πνοές"H αγνότητα, είπε, είναι αυτή στις πλαγιές το ίδιο και στα σπλάχνα σου"Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνειγέροντας γνωστικός Θεός για να πλάσει μαζί πηλό και ουρανοσύνη Λίγο μόλις πυράχτωσε τις κορφές αλλ' αδάγκωτο πράσινο στις ρεματιές το χόρτο κάρφωσε μέντα λεβάντα λουίζα και μικρές πατημασιές αρνιών ή αλλού πάλι από τα ύψη πέφτοντας οι ψιλές κλωστές το ασήμι, δροσερά μαλλιά κοπέλας που είδα και που επόθησα Υπαρκτή γυναίκα"Η αγνότητα, είπε, είναι αυτή"και γεμάτος λαχτάρα χάιδεψα το σώμα φιλιά δόντια με δόντια' ύστερα ένας μες στον άλλοΤρικύμισαόπως κάβος πάτησα βαθιάπου αέρα πήρανε οι σπηλιέςΗχώ με το λευκό σαντάλι πέρασε μια στιγμήγοργά κάτω από τα νερά η ζαργάνακαι ψηλά το λόφο έχοντας πόδι Και τον ήλιο κεφάλι κερασφόρον' ανεβαίνει Αβάδιστος είδα Ο Μέγας ΚριόςKαι αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πρινΟ ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανόψιθύρισε όταν ρώτησα:- Τι το καλό; Τι το κακό;- Ένα σημείο Ένα σημείο και σ' αυτό πάνω ισορροπείς και υπάρχειςκι απ' αυτό πιο πέρα ταραχή και σκότοςκι απ' αυτό πιο πίσω βρυγμός των αγγέλων- Ένα σημείο Ένα σημείοκαι σ' αυτό μπορείς απέραντα να προχωρήσειςή αλλιώς τίποτε άλλο δεν υπάρχει πια Κι ο Ζυγός πού, ανοίγοντας τα χέρια μου, έμοιαζε να ζυγιάζει το φως και το ένστικτο ήτανε ΑΥΤΟΣ ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας! ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΟΙ ΩΡEΣ γύριζαν όπως οι μέρεςμε πλατιά μενεξεδένια φύλλα στο ρολόι του κήπουΔείχτης ήμουν εγώΤρίτη Τετάρτη Πέμπτη ο Ιούνιος ο Ιούλιος ο ΑύγουστοςΈδειχνα την ανάγκη που μου ερχόταν άρμη καταπρόσωπο Έντομα κοριτσιών Μακρινές αστεροπες της Ίριδας -"Όλα τούτα καιρός της αθωότητας ο καιρός του σκύμνου και του ροδαμούο πολύ πριν την Ανάγκη" μου είπε Και τον κίνδυνο έσπρωξε με το 'να δάχτυλο Στην κορφή του κάβου φόρεσε μελανό φρύδι Από μέρος άγνωστο φώσφορο έχυσε"Για να βλέπεις, είπε, από μέσα στο κορμί σου φλέβες κάλιο, μαγγάνιο και τ' αποτιτανωμένα παλαιά κατάλοιπα του έρωτα"Και πολύ τότε σφίχθηκε η καρδιά μου ήταν το πρώτο τρίξιμο του ξύλου μέσα μου μιας νυχτός πού εσίμωνε ίσωςη φωνή του γκιώνηκάποιου πού είχε σκοτωθεί το αίμα γυρίζοντας πάνω στον κόσμο Είδα πέρα, μακριά, στην άκρια της ψυχής μουμυστικά να διαβαίνουνε φάροι ψηλοί ξωμάχοι Στους γκρεμούς τραβερσωμένα κάστρα Τ' άστρο της τραμουντάνας Την αγία Μαρίνα με τα δαιμονικά Και πολύ πιο βαθιά πίσω απ' τα κύματα στο Νησί με τους κόλπους των ελαιώνων Μια στιγμή μου εφάνηκε θωρούσα Εκείνονπου το αίμα του έδωσε να σαρκωθώ τον τραχύ του Αγίου δρόμο ν' ανεβαίνειμια φοράν ακόμη Μια φοράν ακόμη στα νερά της Γέρας ν' ακουμπά τα δάχτυλα και τα πέντε ν' ανάβουνε χωριάο Παπάδος ο Πλακάδος ο Παλαιόκηπος ο Σκόπελος και ο Μεσαγρός εξουσία και κλήρος της γενιάς μου"Αλλά τώρα, είπε, η άλλη σου όψη ανάγκη ν' ανεβεί στο φως"και πολύ πριν με το νου μου βάλωή σημάδι φωτιάς ή σχήμα τάφουΚατά κει που δεν έσωνε κανείς να δειμε τα χέρια εμπρός του σκύβοντας τα μεγάλα ετοίμασε Κενά στη γη και στο σώμα του ανθρώπου:το κενό του Θανάτου για το Βρέφος το Ερχόμενοτο κενό του Φονικού για τη Δικαία Κρίση το κενό της Θυσίας για την Ίση Ανταπόδοση το κενό της Ψυχής για την Ευθύνη του ΆλλουΚαι η Νύχτα πανσές παλιάς πριονισμένης από νοσταλγία Σελήνης με του έρημου μύλου τα χαλάσματα και την άκακη ευωδιά της κόπρου πήρε μέρος μέσα μουΔιαστάσεις άλλαξε στα πρόσωπα μοίρασε αλλιώς τα βάρηΤο σκληρό μου σώμα ήταν η άγκυρα κατεβασμένη μέσα στους ανθρώπους όπου ήχος άλλος κανείς μόνο γδούποι γόοι και κοπετοί και ρωγμές επάνω στην ανάστροφη όψη Ποιας φυλής ανύπαρχτης ο γόνος να 'μουν τότε μόνο εννόησα που η σκέψη του Άλλου διαγώνια σαν ακμή γυαλιού και Ορθόν ως πέρα με χάραζεΕίδα μέσα στα σπίτια καθαρά σα να μην ήταν τοίχοι με το λύχνο στο χέρι να περνούν γερόντισσες τα χαράκια στο μέτωπο και στο ταβάνι και άλλοι νέοι με το μουστάκ πού έζωναν άρματα στη μέση τους αμίλητοι δύο δάχτυλα πάνω στη λαβή εδώ κι αιώνες. "Βλέπεις, είπε, είναι οι Άλλοικαι δε γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένακαι δε γίνεται μ' Αυτούς χωρίς, ΕσύΒλέπεις, είπε, είναι οι Άλλοι και ανάγκη πάσα να τους αντικρίσειςη μορφή σου αν θέλεις ανεξάλειπτη να 'ναικαι να μείνει αυτή.Επειδή πολλοί φορούν το μελανό πουκάμισο και άλλοι μιλούν τη γλώσιjα των χοιρογρυλλίων και είναι οι Ωμοφάγοι και οι Άξεστοι του Νερού οι Σιτόφοβοι και οι Πελιδνοί και οι Νεοκόνδορεςορμαθός και αριθμός των άκρων του σταυρού της Τετρακτίδος.Αν αλήθεια κρατήσεις και τους αντικρίσεις, είπε,η ζωή σου θ' αποκτήσει αιχμή και θα οδηγήσεις, είπεΟ καθείς και τα όπλα του, είπεKαι αυτός αλήθεια που ήμουνα O πολλούς αιώνες πρινΟ ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανόΠέρασε μέσα μου Έγινεαυτός που είμαιH ώρα τρεις της νύχταςλάλησε μακριά πάνω απ' τα παραπήγματαο πρώτος πετεινόςΕίδα για μια στιγμή τους Όρθιους Κίονες τη Mετόπη με Ζώα Δυνατάκαι Ανθρώπους φέρνοντας Θεογνωσία Πήρε όψη ο Ήλιος Ο Αρχάγγελος ο αεί δεξιά μου ΑΥΤΟΣ εγώ λοιπόν
και ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
ΤΑ ΠΑΘΗΙΔΟΥ εγώ λοιπόν,ο πλασμένος για τις μικρές Κόρες και τα νησιά του Αιγαίουο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιώνκαι μύστης των φύλλων της ελιάςο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος.Ιδού εγώ καταντικρύτου μελανού φορέματος των αποφασισμένωνκαι της άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε,γαστέρας, το άγκρισμα!Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά!Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξαΣτα Στενά τα χέρια μου άδειασακι άλλα πλούτη δεν είδα, κι άλλα πλούτη δεν άκουσαπαρά βρύσες κρύες να τρέχουνΡόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά.Ο καθείς και τα όπλα του, είπα:Στα Στενά τα ρόδια μου θ' ανοίξωΣτα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσωΤα φιλιά τα παλιά θ' απολύσω που η λαχτάρα μου άγιασε!Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα! Β΄ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ μου έδωσαν ελληνικήτο σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.Εκεί σπάροι και πέρκες,ανεμόδαρτα ρήματαρεύματα πράσινα μες στα γαλάζιαόσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνεσφουγγάρια, μέδουσεςμε τα πρώτα λόγια των Σειρήνωνόστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα μαύρα ρίγη.Εκεί ρόδια, κυδώνιαθεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδελφοιτο λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπιακαι πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζονταςλυγαριά και σχίνοσπάρτο και πιπερόριζαμε τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων,ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι.Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι!Εκεί δάφνες και βάγιαθυμιατό και λιβάνισματις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια.Στο χώμα το στρωμένο με τ' αμπελομάντιλακνίσες, τσουγκρίσματακαι Χριστός Ανέστημε τα πρώτα σμπάρα των Eλλήνων.Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου.Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου! α΄
ΣΤΟΝ ΠΗΛΟ το στόμα
Ρόδινο νεογνό
Κι από τότε σου 'πλαθε
Τη γραμμή των χειλιών
Την άρθρωση σου 'δινε
Την αέρινη άσφαλτη
μου ακόμη και σε ονόμαζε
στικτή πρώτη δροσιά
βαθιά στα χαράματα
και τον καπνό της κόμης
και το λάμδα το έψιλον
περπατηξιά
Κι απ' την ίδια εκείνη
Άγνωστη φυλακή
Στον αιθέρα ερίζοντας
Πως για σένα τα αίματα
Στους αιώνες το πάλεμα
Η σαγήνη για σένα και
στιγμή μέσα μου ανοίγοντας
φαιά κι άσπρα πουλιά
ανέβηκαν κι ένιωσα
για σένα τα δάκρυα
το φριχτό και το υπέροχο
η ομορφιά
Στα πνευστά των δέντρων
Δόρατα και σπαθιά
Μυστικά - προστάγματα
Με την έκλαμψη πράσινων
Και πάνω απ' την άβυσσο
ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΣΟΥ THΝ ΚΟΨΗ
και κρούοντας ο πυρρίχιος
να λες άκουσα Εσύ
και παρθενοβίωτα
αστέρων λόγια
αιωρούμενη γνώρισα
ΤΗΝ TPΟΜEPH!
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟ
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟΞΗΜΕΡΩΝΟΝΤΑΣ τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. 'Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων. Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία-μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν , που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους – ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να 'ναι.Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι.Μόνε σα να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών πού χαν λευκάνει απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θερία, λοχίες του 97 ή του 12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τουρκών. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι-πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη όπου φορές εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω καθώς μες στην ψυχή μας.Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες,μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων.Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε, απ' τ' άλλο μέρος να 'ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι όπου κατόπι σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. "Όι όι, μάνα μου", και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, πού 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνώτα τους, κι οί τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας,και τα λίγα μουλάρια μας κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές-μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες. β΄
ΝEOΣ πολύ και γνώρισα
Όχι του δάσους μία στιγμή
Μόνο του σκύλου που αλυχτά
Των χαμηλών σπιτιών καπνοί
Η ανομολόγητη ματιά
Όχι που αργούν στον άνεμο
Πέφτει η γαλήνη σα βροχή
Μόνο του ζώου που σπαρταρά
Της Παναγίας δύο φορές
Στην πεδιάδα της ταφής
Μόνο της θύρας χτύπημα
Μήτε σημάδι καν χεριού
Χρόνους πολλούς κι αν καρτερώ
Στων αδερφών τη μοιρασιά
Η πετροκόλλητη σαγή
των εκατό χρονώ φωνές
στα στέρνα ο πεύκινος τριγμός
στα βουνά τ' ανδροβάδιστα
και κείνων που ψυχορραγούν
του κόσμου του άλλου η ταραχή
των πελαργών μικρές κρωξιές
και γρούζουν τα κηπευτικά
τα πνιχτά κι ασυλλάβιστα
ο μαύρος γύρος των ματιών
και στην ποδιά των γυναικών
κι όταν ανοίξεις πια κανείς
στη λίγη πάχνη των μαλλιών
γαληνεμό δεν έλαβα
μου δόθη ο κλήρος ο λειψός
και το ζακόνι των φιδιών
Γ΄ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΟ δεν έδωκες ποτέ σε μένατον ολοένα ερημούμενο από τις φυλές των Hπείρωνκαι απ' αυτές πάλι αλαζονικά, ολοένα, δοξαζόμενο!Έλαβε τον Βότρυ ο Βορράςκαι τον Στάχυ ο Νότοςτη φορά του ανέμου εξαγοράζονταςκαι των δέντρων τον κάματο δύο και τρεις φορέςανόσια εξαργυρώνοντας.Άλλο εγώ,πάρεξ το θυμάρι στην καρφίδα του ήλιου δεν εγνώρισακαι πάρεξτη σταγόνα του νερού στ' άκοπα γένια μου δεν ένιωσαμα τραχύ το μάγουλο έθεσα στο τραχύτερο της πέτραςαιώνες κι αιώνες.Eκοιμήθηκα πάνω στην έγνοια της αυριανής ημέραςόπως ο στρατιώτης επάνω στο τουφέκι του.Και τα ελέη της νύχτας ερεύνησαόπως ο ασκητής το Θεό του.Από τον ιδρώτα μου έδεσαν διαμάντικαι στα κρυφά μου αντικαταστήσανετην παρθένα του βλέμματος.Εζυγίσανε τη χαρά μου και τη βρήκανε, λέει, μικρήκαι την πατήσανε χάμου σαν έντομο.Τη χαρά μου χάμου πατήσανε και στην πέτρα μέσα την κλείσανεκαι στερνά την πέτρα μου αφήσανε,τρομερή ζωγραφιά μου.Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν,με καλέμι πικρό τη χαράζουν, την πέτρα μου.Κι όσο τρώει Την ύλη ο καιρός, τόσo βγαίνει πιο καθαρόςο χρησμός απ' την όψη μου:
ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝEKPΩN ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩN ΒΡAXΩΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ!
Δ΄ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΜΟΥ άθροισα και δε σε βρήκαπουθενά, ποτέ, να μου κρατείς το χέριστη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!Πήραν άλλοι τη Γνώση και άλλοι την Ισχύτο σκοτάδι με κόπο χαράζονταςκαι μικρές προσωπίδες, τη χαρά και τη θλίψη,στη φθαρμένη την όψη αρμόζοντας.Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες δεν άρμοσα,τη χαρά και τη θλίψη πίσω μου έριξα,γενναιόδωρα πίσω μου έριξατην 'Ισχύ και τη Γvώση.Τις ημέρες μου άθροισα κι έμεινα μόνος.Είπαν άλλοι: γιατί; κι αυτός να κατοικήσειτο σπίτι με τις γλάστρες και τη λευκή μνηστή.Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα μου άναψανγινάτι γι' άλλες, πιο λευκές Eλένες!Γι' άλλη, πιο μυστικήν αντρεία λαχτάρησακι από κει που με μπόδισαν, ο αόρατος, κάλπασαστους αγρούς τις βροχές να γυρίσωκαι το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων!Είπαν άλλοι: γιατί; κι εκείνος να γνωρίσεικι εκείνος τη ζωή μέσα στα μάτια του άλλου.Άλλου μάτια δεν είδα, δεν αντίκρισαπαρά δάκρυα μέσα στο Κενό πού αγκάλιαζαπαρά μπόρες μέσα στη γαλήνη πού άντεχα.Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκακαι τα όπλα ζώστηκα και μόνος βγήκαστη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου! γ΄ΜΟΝΟΣ κυβέρνησα τη θλίψη μουΜόνος αποίκησα τον εγκαταλειμμένο ΜάιοΜόνος εκόλπωσα τις ευωδιέςΕπάνω στον αγρό με τις αλκυονίδες Τάισα τα λουλούδια κίτρινο βουκόλισα τους λόφους Επυροβόλησα την ερημιά με κόκκινο! Είπα: δε θα 'ναι η μαχαιριά βαθύτερη από την κραυγή Και είπα: δε θα' ναι το Άδικο τιμιότερο απ' το αίμα!Το χέρι των σεισμών το χέρι των λιμώνΤο χέρι των εχτρών το χέρι των δικών Μου,εφρένιασαν εχάλασαν ερήμασαν αφάνησαν Μία και δύο και τρεις φορέςΠροδόθηκα κι απόμεινα στον κάμπο μόνοςΠάρθηκα και πατήθηκα σαν κάστρο μόνοςΤο μήνυμα που σήκωνα τ' άντεξα μόνος!Μόνος απέλπισα το θάνατοΜόνος εδάγκωσα μες στον Καιρό με δόντια πέτριναΜόνος εκίνησα για το μακρύΤαξίδι σαν της σάλπιγγας μες στους αιθέρες!Ήταν στη δύναμή μου η Νέμεση το ατσάλι κι η ατιμίαΝα προχωρήσω με τον κορνιαχτό και τ' άρματα
Είπα: με μόνο το σπαθί
Και είπα: με μόνο το Άσπιλο
Στο πείσμα των σεισμών
Στο πείσμα των εχτρών
Μου, ανάντισα κρατήθηκα
Μία και δύο
Θεμέλιωσα τα σπίτια μου
Πήρα και στεφανώθηκα
Το στάρι που ευαγγέλισα
του κρύου νερού θα παραβγώ
του νου μου θα χτυπήσω!
στο πείσμα των λιμών
στο πείσμα των δικών
ψυχώθηκα κραταιώθηκα
και τρεις φορές
στη μνήμη μόνος
την άλω μόνος
το 'δρεψα μόνος!
ΤΑ ΠΑΘΗ
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΟΙ ΗΜΙΟΝΗΓΟΙ ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΕΚΕΙΝΕΣ έφτασαν επιτέλους ύστερα από τρεις σωστές εβδομάδες οι πρώτοι στα μέρη μας ημιονηγοί. Και έλεγαν πολλά για τις πολιτείες που διάβηκαν, Δέλβινο, Άγιοι Σαράντα, Κορυτσά.Και ξεφόρτωναν τη ρέγγα και το χαλβά κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε. Ότι δεν ήταν συνηθισμένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη την όψη μας.Και συνέβηκε τότες ένας απ' αυτούς να' χει μαζί του κάτι παλιές εφημερίδες.Και διαβάζαμε όλοι απορημένοι, μ' όλο που το' χαμε κιόλας ακουστά, πώς επανηγύριζαν στην πρωτεύουσα και πώς ο κόσμος εσήκωνε, λέει, ψηλά στα χέρια τους φαντάρους που γυρίζανε με άδειες από τα γραφεία της Πρέβεζας και της Άρτας. Και σημαίνανε όλη μέρα οι καμπάνες, και το βράδυ στα θέατρα λέγανε τραγούδια και παριστάνανε στη σκηνή τη ζωή μας για να χειροκροτά ο κοσμάκης. Βαρειά σιωπή έπεσε ανάμεσά μας, επειδή κι η ψυχή μας είχε μήνες τώρα μέσα στις ερημιές αγριέψει, και, χωρίς να το λέμε, πολύ λογαριάζαμε τα χρόνια μας. Μάλιστα μια στιγμή δάκρυσε ο λοχίας ο Ζώης κι έκανε πέρα τα χαρτιά με τις είδησες του κόσμου,ανοίγοντας τα πέντε δάχτυλα καταπάνω τους. Και οι άλλοι εμείς δε λέγαμε τίποτε, μονάχα με τα μάτια του δείχναμε κάτι σαν ευγνωμοσύνη. Τότε ο Λευτέρης, που τύλιγε παρέκει τσιγάρο, καρτερικά, σα να 'χε πάρει απάνω του την ανημπόρια ολάκερης της Οικουμένης, γύρισε και "Λοχία" είπε "τι βαρυγκομάς; Αυτοί πού ναι ταγμένοι για τη ρέγγα και το χαλβά, σ' αυτά πάντοτε θα ξαναγυρίζουν. Και οι άλλοι στα δεφτέρια τους που δεν έχουνε τελειωμό, και οι άλλοι στα κρεβάτια τους τα μαλακά που τα στρώνουν μα δεν τα ορίζουν. Αλλά κάτεχε ότι μονάχα κείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του θα 'χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο" Και ο Ζώης: "Τι λοιπόν, θαρρείς ότι δεν έχω κι εγώ γυναίκα και χωράφια και βάσανα της καρδιάς που κάθομαι και φυλάγω δωνά στις εξορίες;" Του αποκρίθηκε ο Λευτέρης:"Αυτά που δεν αγαπά κανείς, αυτά, λοχία μου, να φοβάται, τι τα 'χει από τα πριν χαμένα κι ας τα σφίγγει όσο θέλει απάνω του. Αλλά τα πράγματα της καρδιάς τρόπος δεν είναι να χαθούν, έννοια σου, και γι' αυτά οι εξορίες δουλεύουν. Αργά-γρήγορα κείνοι που είναι ναν τα βρουν, θαν τα βρουν".Πάλι ρώτησε ο λοχίας ο Ζώης:"Και ποιος λες τάχα του λόγου σου ότι θαν τα βρει;" Τότε ο Λευτέρης, αργά, δείχνοντας με το δάχτυλο:"Εσύ κι εγώ κι ό,τι άλλο δείξει, αδερφέ μου, η ώρα ετούτη που μας ακούει".Και ευθύς ακούστηκε στον αέρα η σκοτεινή σφυριγματιά της οβίδας που έφτανε. Και πέσαμε όλοι καταγής μπρούμυτα, πάνω στις σκάρπες, ότι γνωρίζαμε απόξω πια τα σημάδια του Αόρατου, και με τ' αυτί μας ορίζαμε από πριν το μέρος όπου θα 'σμιγε η φωτιά το χώμα ν' ανοίξει και να χυθεί. Και δεν επείραξε η φωτιά κανέναν.Κάτι μουλάρια μονάχα σηκώθηκαν στα πισινά τους ποδάρια και άλλαταράχτηκαν και σκόρπισαν. Και μέσα στην κάπνα που κατακάθιζε θωρούσες να τρέχουνε πίσω τους χειρονομώντας οι άνθρωποι που τα 'χανε φέρει με κόπους ίσαμε κει. Και τα πρόσωπά τους χλωμά, και ξεφόρτωναν τη ρέγγα και το χαλβά κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε, ότι δεν ήτανε μαθημένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη την όψη μας
δ΄
ΕΝΑ το χελιδόνι
Για να γυρίσει ο ήλιος
Θέλει νεκροί χιλιάδες
Θέλει κι οι ζωντανοί
Θέ μου Πρωτομάστορα
Θέ μου Πρωτομάστορα
Πάρθηκεν από Μάγους
Το 'χουνε θάψει σ' ένα
Σ' ένα βαθύ πηγάδι
Μύρισε το σκοτάδι
Θέ μου Πρωτομάστορα
Θέ μου Πρωτομάστορα
Σάλεψε σαν το σπέρμα
Το φοβερό της μνήμης
Κι όπως δαγκώνει αράχνη
Έλαμψαν οι γιαλοί
Θέ μου Πρωτομάστορα
Θέ μου Πρωτομάστορα
κι η Άνοιξη ακριβή
θέλει δουλειά πολλή
να 'ναι στους Τροχούς
να δίνουν το αίμα τους
μ' έχτισες μέσα στα βουνά
μ' έκλεισες μες στη θάλασσα!
το σώμα του Μαγιού
μνήμα του πέλαγου
το 'χουνε κλειστό
κι όλη η Άβυσσο
μέσα στις πασχαλιές Και Συ
μύρισες την Ανάσταση!
σε μήτρα σκοτεινή
έντομο μες στη γη
δάγκωσε το φως
κι όλο το πέλαγος.
μ' έζωσες τις ακρογιαλιές
στα βουνά με θεμέλιωσες!
Ε΄
ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΜΟΥ στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος. Mνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω. Ταράζεται ο καιρός κι απ' τα πόδια τις μέρες κρεμάζει αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων. Ποιοι, πως, πότε ανέβηκαν την άβυσσο; Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές; Τ' ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά. Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω. Εσύ μόνη απ' τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις Εσύ μόνη απ' την κόψη της πέτρας μιλάς. Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις πασχαλιάν αναστάσιμη! Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης! Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται! Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη. Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα. Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά; Τα θεμέλιά μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος!
ΣΤ΄
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ των νεφών και των κυμάτων κοιμάται μέσα μου! Στη θηλή της θύελλας τα σκοτεινά του χείλη και η ψυχή του πάντοτε με της θαλάσσης το λάχτισμα πάνω στα πόδια του όρους! Ξεριζώνει δρυς και δριμύς κατεβαίνει ο θρηίκιος. Μικρά καράβια στου κάβου το γύρισμα ξάφνου μπατάρουν και χάνονται. Και πάλι προβαίνουν ψηλά μες στα νέφη απ' την άλλη μεριά του βυθού. Στις άγκυρες έχουν κολλήσει τα φύκια στα γένια θλιμμένων αγίων. Ωραίες αχτίδες γύρω στην όψη την άλω του πόντου δονούν. Νηστικοί κατά κει τ' άδεια μάτια γυρίζουν οι γέροντες Κι οι γυναίκες τη μαύρη σκιά τους επάνω στον άχραντο ασβέστη φορούν. Μαζί τους εγώ, το χέρι κινώ Ποιητής των νεφών και των κυμάτων! Στο σεμνό τενεκέ με το χρώμα βουτώ τα πινέλα μαζί τους και βάφω: Τα καινούρια σκαριά τα χρυσά και τα μαύρα εικονίσματα! Βοηθός και σκέπη μας Άη Κανάρη! Βοηθός και σκέπη μας Άη Μιαούλη! Βοηθός και σκέπη μας Αγιά Μαντώ!
Ζ΄
ΗΡΘΑΝ ντυμένοι "φίλοι" αμέτρητες φορές οι εχθροί μου το παμπάλαιο χώμα πατώντας. Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους. Έφεραν το Σοφό, τον Οικιστή και το Γεωμέτρη, Βίβλους γραμμάτων και αριθμών, την πάσα Υποταγή και Δύναμη, το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας. Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους. Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν' αρχινίσει παιχνίδι ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές. Έστεισαν και θεμέλιωσαν στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα πύργους κραταιούς κι επαύλεις ξύλα κι άλλα πλεούμενα, τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα, στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας. Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους. Ούτε καν ένα χνάρι θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει. Έφτασαν ντυμένοι "φίλοι" αμέτρητες φορές οι εχθροί μου, τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας. Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε παρά μόνο σίδερο και φωτιά. Στ' ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά. Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
Η΄
ΗΡΘΑΝ με τα χρυσά σειρήτια τα πετεινά του Βορρά και της Ανατολής τα θηρία! Και τη σάρκα μου στα δύο μοιράζοντας και στερνά στο συκώτι μου επάνω ερίζοντας έφυγαν. "Γι' αυτούς, είπαν, ο καπνός της θυσίας, και για μας της φήμης ο καπνός, αμήν". Και την ηχώ σταλμένη από τα περασμένα όλοι ακούσαμε και γνωρίσαμε. Την ηχώ γνωρίσαμε και ξανά με στεγνή φωνή τραγουδήσαμε: Για μας, για μας το ματωμένο σίδερο και η τριπλά εργασμένη προδοσία. Για μας η αυγή στο χάλκωμα και τα δόντια τα σφιγμένα ως την ώρα την ύστερη ο δόλος και τ' αόρατο γάγγαμο. Για μας το σύρσιμο στη γης ο κρυφός όρκος μες στα σκοτεινά των ματιών η απονιά και η ποτέ καμιά, καμιά ποτέ Ανταπόδοση. Αδελφοί μας εγέλασαν! "Γι' αυτούς, είπαν, ο καπνός της θυσίας, και για μας της φήμης ο καπνός, αμήν". Αλλά σύ μες στο χέρι μας το λύχνο του άστρου με το λόγο σου άναψες, του αθώου στόμα θύρα της Παράδεισος! Την ισχύ του καπνού στο μέλλον βλέπουμε της πνοής σου παίγνιο και το κράτος και τη βασιλεία του!
ε΄
ΜΕ ΤΟ ΛΥΧΝΟ του άστρου
Στο αγιάζι των λειμώνων
Που να βρω τη ψυχή μου
Λυπημένες μυρσίνες
Μου ράντισαν την όψη
Που να βρω τη ψυχή μου
Οδηγέ των ακτίνων
Αγύρτη που γνωρίζεις
Που να βρω τη ψυχή μου
Τα κορίτσια μου πένθος
Τ' αγόρια μου τουφέκια
Που να βρω τη ψυχή μου
Εκατόγχειρες νύχτες
Τα σπλάχνα μου αναδεύουν
Που να βρω τη ψυχή μου
Με το λύχνο του άστρου
Στο αγιάζι των λειμώνων
Που να βρω τη ψυχή μου
στους ουρανούς εβγήκα
στη μόνη ακτή του κόσμου
το τετράφυλλο δάκρυ!
ασημωμένες ύπνο
Φυσώ και μόνος πάω
το τετράφυλλο δάκρυ!
και των κοιτώνων Μάγε
το μέλλον μίλησέ μου
το τετράφυλλο δάκρυ!
για τους αιώνες έχουν
κρατούν και δεν κατέχουν
το τετράφυλλο δάκρυ!
μες στο στερέωμα όλο
Αυτός ο πόνος καίει
το τετράφυλλο δάκρυ!
στους ουρανούς γυρίζω
στη μόνη ακτή του κόσμου
το τετράφυλλο δάκρυ!
ΤΑ ΠΑΘΗ
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΡΙΤΟ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ' ανοιχτό πουκάμισο,με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη.Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθιο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο.Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σα σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες.Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τονεπίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, πού 'λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν.Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μία πήχη φωτιά κάτω απ' τα σίδερα, με τις μαύρες κάνες και τα δόντια του ήλιου.Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν.Και χτυπούσανε όπου να 'ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση.Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε.Σα να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ' ολάκερη τη γη, για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρ' απ' την άκρη της απελπισιάς, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα.
ς΄
ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ήλιε νοητέ
μη παρακαλώ σας μη
Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά
και τα σπίτια πιο λευκά
Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια
στον αιθέρα στέκει να
Και δεν είναι μήτε ξένου λογισμός
μόνο πένθος αχ παντού
Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό
τους παλιούς φίλους καλώ
Μα 'χουν όλα τα αίματα ξαντιμεθεί
και στον έναν ο άλλος μπαί
Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
μη παρακαλώ σας μη
και μυρσίνη συ δοξαστική
λησμονάτε τη χώρα μου!
στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
στου γλαυκού το γειτόνεμα!
της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά
και στη θάλασσα μόνη της!
και δικού της μήτε αγάπη μια
και το φως ανελέητο!
τα γυρίζω πίσω απ' τον Καιρό
με φοβέρες και μ' αίματα!
κι οι φοβέρες αχ λατομηθεί
νουν εναντίον οι άνεμοι!
και μυρσίνη συ δοξαστική
λησμονάτε τη χώρα μου!
Θ΄
ΑΥΤΟΣ είναι ο πάντοτε αφανής δικός μας Ιούδας! Θύρες επτά τον καλύπτουνε και στρατιές επτά παχύνονται στη διακονία του. Mηχανές αέρος τον απάγουνε και βαρύν από γούνα και ταρταρούγα, στα Ηλύσια μέσα και στους Λευκούς Οίκους τον αποθέτουνε. Και γλώσσα καμιά δεν έχει, επειδή όλες δικές του - Και γυναίκα καμιά, επειδή όλες δικές του - ο Παντοδύναμος! Θαυμάζουν οι αφελείς και σιμά στη λάμψη του κρυστάλλου χαμογελούν οι μαυροφορεμένοι, και σκιρτούν των άντρων του Λυκαβητού οι ημίγυμνες τίγρισσες! Αλλά πόρος κανείς για να περάσει ο ήλιος τη φήμη του στο μέλλον, Και ημέρα Κρίσεως καμιά, επειδή εμείς αδελφοί, εμείς η μέρα της Κρίσεως και δικό μας το χέρι που θ' αποθεωθεί - καταπρόσωπο ρίχνοντας τα αργύρια!
ι΄
ΚΑΤΑΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥ εχλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς: ιδέστε, είπαν, ο αφελής περιηγητής του αιώνος! Ο αναίσθητος που όταν όλοι εμείς θρηνούμε αυτός αγαλλιά και όταν όλοι πάλι αγαλλιούμε αυτός αναίτια σκυθρωπάζει. Στις κραυγές μας μπροστά προσπερνά και αδιαφορεί και τα σε μας αόρατα, με τ' αυτί στην πέτρα, σοβαρός και μόνος προσέχει. Ο χωρίς φίλον κανένα μήτε οπαδό, που εμπιστεύεται μόνον το σώμα του και το μέγα μυστήριο στ' αγκαθόφυλλα μέσα του ήλιου αναζητεί, αυτός είναι, ο απόβλητος από τις αγορές του αιώνος! Επειδή νου δεν έχει κι από ξένα δάκρυα κέρδος δε βγάνει και στο θάμνο που καίει την αγωνία μας μοναχά καταδέχεται να ουρεί. Ο αντίχριστος και ανάλγητος δαιμονιστής του αιώνος! Που όταν όλοι εμείς πενθούμε, αυτός ηλιοφορεί. Και όταν όλοι σαρκάζουμε, ιδεοφορεί. Και όταν ειρήνη αγγέλλουμε, μαχαιροφορεί. Καταπρόσωπό μου οι νέοι Αλεξανδρείς εχλεύασαν!
ζ΄
ΑΥΤΟΣ αυτός ο κόσμος * ο ίδιος κόσμος είναι Των ήλιων και του κονιορτού * της τύρβης και του απόδειπνου Ο υφάντης των αστερισμών * ο ασημωτής των βρύων Στη χάση του θυμητικού * στο έβγα των ονείρων Αυτός ο ίδιος κόσμος * αυτός ο κόσμος είναι Κύμβαλο κύμβαλο * και μάταιο γέλιο μακρινό! Αυτός αυτός ο κόσμος * ο ίδιος κόσμος είναι Ο σκυλεύοντας την ηδονή * ο βιάζοντας τις κρήνες Ο πάνω απ' τους Κατακλυσμούς * ο κάτω απ' τους Τυφώνες Ο γαμψός, ο κυφός * ο δασύς, ο πυρρός Τις νύχτες με τη σύριγγα * τις μέρες με τη φόρμιγγα Στα σκύρα των πολιτειών * στους αρτεμώνες των αγρών Αυτός ο πλατυκέφαλος * αυτός ο μακρυκέφαλος Ο εκούσιος * ο ακούσιος Ο υιός Αγγείθ * και ο Σολομών. Αυτός αυτός ο κόσμος * ο ίδιος κόσμος είναι Της άμπωτης και του οργασμού * των τύψεων και της νέφωσης Ο ευρέτης των ζωδιακών * τολμητίας των θόλων Στην άκρη της εκλειπτικής * κι όσο που φτάνει η Χτίσις Αυτός ο ίδιος κόσμος * αυτός ο κόσμος είναι Βούκινο βούκινο * και μάταιο νέφος μακρινό!
ΤΑ ΠΑΘΗ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΜΕ ΤΙΣ ΤΣΟΥΚΝΙΔΕΣΜΙΑΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΗΛΙΑΓΕΣ μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββάτου, σωρός αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες εζώσανε το μικρό συνοικισμό του Λευτέρη, με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ' αυλάκια των οχετών στο δρόμο. Και φωνές άγριες βγάνοντας, εκατεβήκανε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισα ίδιο άχερο.Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ως κάτου,με τις μπούκες χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι. Και μεγάλος φόβος έπιανε τα παιδιά, επειδή τύχαινε, σχεδόν όλα, να κατέχουνε κάποιο μυστικό στην τσέπη η στην ψυχή τους. Αλλά τρόπος άλλος δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη κάνοντας,λάβανε θέση στη γραμμή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη, το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, ξετυλίξανε γύρω τους το συρματόπλεγμα. Και κόψανε στα δύο τα σύγνεφα, όσο που το χιονόνερο άρχισε να πέφτει, και τα σαγόνια με κόπο κρατούσανε τα δόντια στη θέση τους, μήπως τους φύγουν ή σπάσουνε.Τότε, από τ' άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας να 'ρχεται Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόι των αγγέλων. Και σε όποιον λάχαινε να σταθεί μπροστά, ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε από τα μαλλιά και τον εσούρνανε χάμου πατώντας τον. Ώσπου έφτασε κάποτε η στιγμή να σταθεί και μπροστά στο Λευτέρη. Αλλά κείνος δε σάλεψε. Σήκωσε μόνο αργά τα μάτια του και τα πήγε μεμιάς τόσο μακριά - μακριά μέσα στο μέλλον του - που ο άλλος ένιωσε το σκούντημα κι έγειρε πίσω με κίντυνο να πέσει. Και σκυλιάζοντας, έκανε ν' ανασηκώσει το μαύρο του πανί, ναν του φτύσει κατάμουτρα. Μα πάλι ο Λευτέρης δε σάλεψε.Πάνω σε κείνη τη στιγμή, ο Μεγάλος Ξένος, αυτός που ακολουθούσε με τα τρία σειρήτια στο γιακά, στηρίζοντας στη μέση τα χέρια του, κάγχασε: ορίστε, είπε, ορίστε οι άνθρωποι που θέλουνε, λέει, ν' αλλάξουνε την πορεία του κόσμου. Και μη γνωρίζοντας ότι έλεγε την αλήθεια ο δυστυχής, καταπρόσωπο τρεις φορές του κατάφερε το μαστίγιο.Αλλά τρίτη φορά ο Λευτέρης δε σάλεψε. Τότε, τυφλός από τη λίγη πέραση πού 'χε η δύναμη στα χέρια του, ο άλλος, μη γνωρίζοντας τι πράττει, τράβηξε το περίστροφο και του το βρόντηξε σύρριζα στο δεξί του αυτί.Και πολύ τρομάξανε τα παιδιά, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, κέρωσαν. Επειδή πήγανε κι ήρθανε γύρω τα χαμόσπιτα, και σε πολλές μεριές το πισσόχαρτο έπεσεκαι φανήκανε μακριά, πίσω απ' τον ήλιο, οι γυναίκες να κλαίνε γονατιστές, πάνω σ' ένα έρμο οικόπεδο, γεμάτο τσουκνίδες και μαύρα πηχτά αίματα. Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των αγγέλων. η΄ΓΥΡΙΣΑ τα μάτια * δάκρυα γιομάτακατά το παραθύριΚαι κοιτώντας έξω * καταχιονισμένατα δέντρα των κοιλάδωνΑδελφοί μου, είπα * ως κι αυτά μια μέρακι αυτά θα τ' ατιμάσουνΠροσωπιδοφόροι * μες στον άλλον αιώνατις θηλιές ετοιμάζουνΔάγκωσα τη μέρα * και δεν έσταξε ούτεσταγόνα πράσινο αίμαΦώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρετη θλίψη των φονιάδωνΜες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήναςπου όλο σκοτεινιάζειΚι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκεν, ιδέστεο μίτος του Θανάτου!Ω πικρές γυναίκες * με το μαύρο ρούχοπαρθένες και μητέρεςΠου σιμά στη βρύση * δίνατε να πιούνεστ' αηδόνια των αγγέλωνΈλαχε να δώσει * και σε σας ο Χάροςτη φούχτα του γεμάτηΜες απ' τα πηγάδια * τις κραυγές τραβάτεαδικοσκοτωμένων
Τόσο δεν αγγίζουν * η φωτιά με το άχτιπου πένεται ο λαός μουΤου Θεού το στάρι * στα ψηλά καμιόνιατο φόρτωσαν και πάειΜες στην έρμη κι άδεια * πολιτεία μένειτο χέρι που μονάχαΜε μπογιά θα γράψει * στους μεγάλους τοίχουςΨΩMΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΦύσηξεν η νύχτα * σβήσανε τα σπίτιακι είναι αργά στην ψυχή μουΔεν ακούει κανένας * όπου κι αν χτυπήσωη μνήμη με σκοτώνειΑδελφοί μου, λέει * μαύρες ώρες φτάνουνο καιρός θα δείξειΤων ανθρώπων έχουν * οι χαρές μιάνειτα σπλάχνα των τεράτωνΓύρισα τα μάτια * δάκρυα γιομάτακατά το παραθύριΦώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρετη θλίψη των φονιάδωνΜες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήναςπου όλο σκοτεινιάζειΚι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκεν, ιδέστεο μίτος του Θανάτου!
ΙΑ΄ΟΠΟΥ, φωνάζω, και να βρίσκεστε, αδελφοί,όπου και να πατεί το πόδι σας,ανοίξετε μια βρύση, τη δική σας βρύση του Μαυρογένη.Καλό το νερόκαι πέτρινο το χέρι του μεσημεριούπου κρατεί τον ήλιο στην ανοιχτή παλάμη του.Δροσερός ο κρουνός θ' αγαλλιάσω.Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμαμεγαλόφωνα το νου μου ν' απαγγείλει,ευανάγνωστα να γίνουν τα σωθικά μου.Δεν μπορώ,η αγχόνη τα δέντρα μου εξουθένωσεκαι τα μάτια μαυρίζουν.Δεν αντέχωκαι τα σταυροδρόμια που ήξερα έγιναν αδιέξοδα.Σελδζούκοι ροπαλοφόροι καραδοκούν.Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν.Σκυλοκοίτες και νεκρόσιτοι κι ερεβομανείςκοπροκρατουν το μέλλον.Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,όπου και να θολώνει ο νους σας,μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμόκαι μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμαθ' αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίουμε το λίγο βάμμα του γλαυκού στα χείλη.Καλό το νερόκαι πέτρινο το χέρι του μεσημεριούπου κρατεί τον ήλιο στην ανοιχτή παλάμη του.Όπου και να πατεί το πόδι σας, φωνάζω,ανοίξετε, αδελφοί,μία βρύση ανοίξετε,τη δική σας βρύση του Μαυρογένη! ΙΒ΄ΚΑΙ ΣΤΑ ΒΑΘΙΑ μεσάνυχτα, στους ορυζώνες του ύπνουάπνοια που με τυραννά και κακό κουνούπι της Σελήνης!Τα σεντόνια παλεύω και τα μάτια πηχτάστο σκοτάδι μάταια δοκιμάζω:Άνεμοι γέροντες γενειοφόροιτων παλαιών μου θαλασσών φρουροί και κλειδοκράτορεςεσείς που κατέχετε το μυστικόσύρετέ μου στα μάτια ένα δελφίνιΣτα μάτια ένα δελφίνι συρετέ μουνα 'ναι ταχύ, κι ελληνικό, και να 'ναι η ώρα έντεκα!Να περνά και να σβήνει την πλάκα του βωμούκαι ν' αλλάζει το νόημα του μαρτυρίουΟι αφροί του λευκοί ν' αναπηδούν επάνωτον Ιέρακα και τον Ιερέα να πνίξουν!Να περνά και να λύνει το σχήμα του Σταυρούκαι στα δέντρα το ξύλο να επιστρέφειΟ βαθύς τριγμός να μου θυμίζει ακόμηότι αυτός που είμαι, υπάρχω!Η ουρά του η πλατιά να μου αυλακώνειαπό δρόμο ανεχάραγο τη μνήμηΚαι στον ήλιο πάλι να με αφήνεισαν αρχαίο χαλίκι των Κυκλάδων!Τα σεντόνια παλεύω και τα χέρια τυφλάστο σκοτάδι μάταια δοκιμάζω:Άνεμοι γέροντες γενειοφόροιτων παλαιών μου θαλασσών φρουροί και κλειδοκράτορεςεσείς που κατέχετε το μυστικόστην καρδιά την Τρίαινα χτυπήσετέ μουκαι σταυρώσετέ μου την με το δελφίνιΤο σημείο που είμαι: αλήθεια ο ίδιοςμε την πρώτη νεότητα ν' ανεβώστο γλαυκό τ' ουρανού - κι εκεί να εξουσιάσω!
ΙΓ΄ΑΝΟΜΙΕΣ εμίαναν τα χέρια μου, πως να τ' ανοίξω;Κουστωδίες γεμίσανε τα μάτια μου, που να κοιτάξω;Γιοι των ανθρώπων, τι να πω;Τα φριχτά σηκώνει η γης κι η ψυχή τα φριχτότερα!Εύγε πρώτη νεότης μου και αδάμαστο χείλιπου το βότσαλο δίδαξες της τρικυμίαςκαι στις μπόρες μέσα, της βροντής αντιμίλησεςΕύγε πρώτη νεότης μου!Τόσο χώμα στις ρίζες μου έριξες, που κι η σκέψη μου χλόισε!Τόσο φως μες στο αίμα, που κι η αγάπη μου πήρετο κράτος και το νόημα τ' ουρανού.Καθαρός είμαι απ' άκρη σ' άκρηκαι στα χέρια του Θανάτου άχρηστο σκεύοςκαι στα νύχια των αγροίκων, λεία κακή.Γιοι των ανθρώπων, να φοβούμαι τι;Πάρετέ μου τα σπλάχνα, τραγούδησα!Πάρετέ μου τη θάλασσα με τους άσπρους βοριάδες,το πλατύ το παράθυρο γεμάτο λεμονιές,τα πολλά κελαηδίσματα, και το κορίτσι το έναπου και μόνον αν άγγιξα η χαρά του μου άρκεσεπάρετέ μου, τραγούδησα!Πάρετέ μου τα όνειρα, πως να διαβάσετε;Πάρετέ μου τη σκέψη, που να την πείτε;Καθαρός είμαι απ' άκρη σ' άκρη.Με το στόμα φιλώντας εχάρηκα το παρθένο κορμί.Με το στόμα φυσώντας χρωμάτισα τη δορά του πελάγους.Τις ιδέες μου όλες ενησιώτισα.Στη συνείδηση μου έσταξα λεμόνι.
ΙΔ΄ΝΑΟΙ στο σχήμα τ' ουρανούκαι κορίτσια ωραίαμε το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζονταςκαι πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!Φύγανε φύγανεο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισοκαι ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά.Φύγανεκαι στα μάτια μέσα των βυθών ανερμήνευτος έμεινε ο αστερίαςκαι στα βάθη μέσα των ματιών ανεπίδοτο έμεινε το ηλιοβασίλεμα!Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα.Τείχισε τις πλευρές του κόσμουκαι από το μέρος τ' ουρανού σήκωσε τις εννέα επάλξειςκαι στην πλάκα επάνω του βωμού σφαγίασε το σώματους φρουρούς πολλούς έστησε στις εξόδους.Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα.Ναοί στο σχήμα τ' ουρανούκαι κορίτσια ωραίαμε το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε.Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζονταςκαι πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!Φύγανε φύγανεο Μαΐστρος με το μυτερό του σάνταλοκαι ο Γραίγος ο ασυλλόγιστος με τα λοξά του κόκκινα πανιά.Φύγανεκαι βαθιά κάτω απ' το χώμα συννέφιασε ανεβάζονταςχαλίκι μαύροκαι βροντές, η οργή των νεκρώνκαι αργά στον άνεμο τρίζονταςεγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστάφοβερά, των βράχων τ' αγάλματα!
θ΄ΤΙΣ ΝΕΦΕΛΕΣ αφήνοντας * Ταξιδεύουν των βράχωνπίσω τους τ' αγάλματαΜε το στήθος μπροστά σα * Στους ανέμους μέσα ταν' αμπώχνουνε μέλλονταΜην οι γύπες τα πάρουν κι αυτά * μυρωδιά και χιμήξουν!Η καμπάνα σημαίνοντας * Των χωριών τα κοπάδιαθάνατο κατέβηκανΣτις πλαγιές που αγναντεύουν * Και φωνή τους ανέμουςτο πέλαγο ετάραξενΑχ η πείνα μας έχει, παιδιά * την ψυχή σκοτεινιάσει!Στων εθνών τα κρυμμένα * Με το στάρι ετοιμάζουνεεργοστάσια μέταλλαΤο θεριό που δε θέλουνε * Και το στόμα του ναθρέφουνε γιγαντώνεταιΏσπου πια να μη μείνει κανείς * και τα κόκαλα τρίξουν!Αλλά πριν στην κοιλάδα που * Λες και στένων ο Άδηςσείστηκε εβόησεΤων σπιτιών οι σκεπές * Και το θαύμα τ' ανέλπιστοξεκαρφώθηκαν φάνηκανΟι γυναίκες ν' ακούν σιωπηλά * στων βρεφών τους το κλάμα!Η ζωή που το θάνατο * Σαν τον ήλιο γυμνήγεύτηκε ξαναγύρισεΚαι μην έχοντας αχ άλλο * Η ζωή που τα πάντατίποτε σπατάλησεΣτα χαλάσματα κάρφωσε μια * παπαρούνα που λάμπει!Αν ποτέ το γεράκι * Τη φωνή του προβάτουξανάδινε που σπάραξεΜε τ' αυτί στο χορτάρι * Των νεκρών την οργήθ' ακούγαμε πως γυμνάζεταιΤο σκοτάδι ν' αρπάξει μεμιάς * κι απ' την άλλη να δείξει !
ΤΑ ΠΑΘΗ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟ
Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝΕΙΠΕΝ ο λαός μου: το δίκαιο που μου δίδαξαν έπραξα και ιδού αιώνες απόκαμα ν' απαντέχω γυμνός έξω από την κλειστή θύρα της αυλής των προβάτων. Γνώριζε τη φωνή μου το ποίμνιο και στην κάθε σφυριγματιά μου αναπηδούσε και βέλαζε. Άλλοι όμως, και πολλές φορές οι ίδιοι αυτοί που παινεύανε την καρτερία μου,από δέντρα και μάντρες πηδώντας, επατούσανε πρώτοι το πόδι αυτοί μες στη μέση της αυλής των προβάτων. Και ιδού πάντα γυμνός εγώ και χωρίς ποίμνιο κανένα, στέναξεν ο λαός μου. Και στα δόντια του γυάλισεν η αρχαία πείνα, και η ψυχή του έτριξε πάνω στην πίκρα της καθώς που τρίζει επάνω στο χαλίκι το άρβυλο του απελπισμένου.Τότες αυτοί που κατέχουνε τα πολλά, ν' ακούσουνε τέτοιο τρίξιμο, τρόμαξαν. Επειδή το κάθε σημάδι καταλεπτώς γνωρίζουνε και συχνά, μίλια μακριά διαβάζουνε στο συμφέρον τους. Παρευθύς λοιπόν τα πέδιλα τ' απατηλά ποδέθηκαν.Και μισοί πιάνοντας τους άλλους μισούς, από το να και τ' άλλο μέρος τραβούσανε,τέτοια λόγια λέγοντας: άξια και καλά τα έργα σας, και ορίστε αυτή που βλέπετε η θύρα η κλειστή της αυλής των προβάτων. Ασηκώστε το χέρι και μαζί σας εμείς, και φροντίδα δική μας η φωτιά και το σίδερο. Σπιτικά μη φοβάστε, φαμελιές μη λυπάστε, και ποτέ σε γιουή πατέρα ή μικρού αδερφού τη φωνή, πίσω μην κάνετε. Ειδέ τύχει κανείς από σάς κι ή φοβηθεί κι ή λυπηθεί κι ή κάνει πίσω, να ξέρει: επάνω του το κρίμα και κατά της δικής του κεφαλής η φωτιά που φέραμε και το σίδερο.Και το λόγο τους πριν αποσώσουν είχε πάρει ν' αλλάζει ο καιρός, μακριά στο μαυράδι των νεφών και σιμά στο κοπάδι των ανθρώπων. Σα να πέρασε αγέρας χαμηλά βογγώντας και ν' απόριξε άδεια τα κορμιά, δίχως μια στάλα θύμηση. Το κεφάλι μπλάβο και άλαλο αψηλά στραμμένο, μα το χέρι βαθιά μέσα στην τσέπη, γραπωμένο από κομμάτι σίδερο, της φωτιάς ή απ' τ' άλλα, πό 'χουν τη μύτη σουγλερή και την κόψη αθέρα. Και βαδίζανε καταπάνου στον έναν ο άλλος, μη γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο. Και σημάδευε κατά πατέρα ο γιος και κατ' αδερφού μικρού ο μεγάλος. Που πολλά σπιτικά πομείνανε στη μέση, και πολλές γυναίκες απανωτά δυο και τρεις φορές μαυροφορέσανε. Και που αν έκανες να βγεις λιγάκι παραόξω, τίποτε. Μόνο αγέρας βουίζοντας μέσα στα μεσοδόκια και στα λίγα καμένα λιθάρια μεριές-μεριές οι καπνοί βοσκώντας τα κουφάρια των σκοτωμένων.Μήνες τριάντα τρεις και πλέον βάστηξε το Κακό. Που τη θύρα χτυπούσανε ν' ανοίξουνε της αυλής των προβάτων. Και φωνή προβάτου δεν ακούστηκε παρεχτός επάνω στο μαχαίρι. Και φωνή θύρας ούτε, παρεχτός την ώρα που 'γερνε μες στις φλόγες τις ύστερες να καεί. Επειδή αυτός ο λαός μου η θύρα και αυτός ο λαός μου η αυλή και το ποίμνιο των προβάτων. ι΄ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ αίματα * με πορφύρωσανΚαι χαρές ανείδωτες * με σκιάσανεΟξειδώθηκα μες στη * νοτιά * των ανθρώπωνΜακρινή Μητέρα * Ρόδο μου ΑμάραντοΣτ' ανοιχτά του πέλαγου * με καρτέρεσανΜε μπομπάρδες τρικάταρτες * και μου ρίξανεΑμαρτία μου να 'χα * κι εγώ * μιαν αγάπηΜακρινή Μητέρα * Ρόδο μου ΑμάραντοΤον Ιούλιο κάποτε * μισανοίξανεΤα μεγάλα μάτια της * μες στα σπλάχνα μουΤην παρθένα ζωή μια * στιγμή * να φωτίσουνΜακρινή Μητέρα * Ρόδο μου ΑμάραντοΚι από τότε γύρισαν * καταπάνω μουΤων αιώνων όργητες * ξεφωνίζοντας"Ο που σ' είδε, στο αίμα * να ζει * και στην πέτρα"Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου ΑμάραντοΤης πατρίδας μου πάλι * ομοιώθηκαΜες στις πέτρες άνθισα * και μεγάλωσαΤων φονιάδων το αίμα * με φως * ξεπληρώνωΜακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο
ΙΕ΄ΘΕΕ ΜΟΥ συ με θέλησες και να, στο ανταποδίδωTη συγγνώμη δεν έδωσα,την ικεσία δεν έστερξα,την ερημιά την άντεξα σάν το χαλίκι.Τι, τι, τι άλλο μου μέλλεται;Τα κοπάδια των άστρων οδηγώ στην αγκάλη σουκι η Αυγή, πριν προλάβω,στα δίχτυα της τα 'χει μακριά παρασύρειπου συ τη θέλησες!Λόφους με κάστρα και πελάγη με καρποφόραστεριώνω στον άνεμοκι η καμπάνα τα πίνει, αργά, του δειλινού,που συ τη θέλησες!Υψώνω χόρτα σα να φωνάζω μ' όλα τα φρένα μουκαι να τα πάλι που καταπέφτουναπό το κάμα του Ιουλίου,που συ το θέλησες!Τι λοιπόν, τι άλλο, τι νέο μου μέλλεται;Ιδού που εσύ μιλείς κι εγώ αληθεύω.Σφεντονάω την πέτρα και βρίσκει επάνω μου.Ορυχεία βαθαίνω και τους ουρανούς εργάζομαι.Τα πουλιά κυνηγώ και στο βάρος τους χάνομαι.Θεέ μου συ με θέλησες και να, στο ανταποδίδω.Τα στοιχεία που είσαι,ημέρες και νύχτες,ήλιοι κι αστέρες, θύελλες και γαλήνη,ανατρέπω στην τάξη κι εναντίον τα βάζωτου δικού μου θανάτου,που συ τον θέλησες!
ΙΣΤ΄ΕΝΩΡΙΣ εξύπνησα τις ηδονέςενωρίς τη λεύκα μου άναψαμε το χέρι μπροστά στη θάλασσα προχώρησαεκεί μόνος την έστησα:Φύσηξες και με κύκλωσαν οι τρικυμίεςένα-ένα μου πήρες τα πουλιά -Θεέ μου με φώναζες και πως να φύγω;Κοίταξα μες στο μέλλον τους μήνες και τα χρόνιαπου ξανά θα γυρίσουνε χωρίς εμένακαι δαγκώθηκα τόσο βαθιάπου αργά το αίμα μου ένιωσα ν' αναβλύζει ψηλάκαι να στάζει απ' το μέλλον μου.Έσκαψα μες στο χώμα την ώρα που ήμουν ο ένοχοςκαι τρέμοντας εσήκωσα το θύμα στα χέρια μουκαι του μίλησα τόσο απαλάπου αργά τα μάτια του άνοιξαν και σταλάξανε τη δροσιάστο χώμα που ήμουν ο ένοχος.Έριξα το σκοτάδι στο κρεβάτι του έρωταμε του κόσμου τα πράγματα στο νου μου γυμνάκαι το σπέρμα μου τίναξα τόσο μακριάπου αργά οι γυναίκες γύρισαν μες στον ήλιο και πόνεσανκαι γεννήσανε πάλι τα ορατά.Θεέ μου με φώναζες και πως να φύγω;Ενωρίς εξύπνησα τις ηδονέςενωρίς τη λεύκα μου άναψαμε το χέρι μπροστά στη θάλασσα προχώρησαεκεί μόνος την έστησα:Φύσηξες και λαχτάρισαν τα σωθικά μουένα-ένα μου γύρισαν τα πουλιά!
ια΄ΘΑ ΚΑΡΩ Μοναχός * των θαλερών πραγμάτωνΣεμνά θα υπηρετώ * την τάξη των πουλιώνΣτον όρθρο της Συκιάς * από τις νύχτες θα 'ρχομαιΚατάδροσος * να φέρω στην ποδιά μουΤο κυανό * το ρόδινο το μώβΚαι τις γενναίες του νερού * ν' ανάβωΣταγόνες * ο γενναιότερος.Εικονίσματα θα * 'χω τ' άχραντα κορίτσιαΝτυμένα στου πελα * γους μόνο το λινόΘα δέομαι να πά * ρει της μυρτιάς το ένστικτοΗ αγνότη μου * και τους μυώνες θηρίουΤο ποταπό * το δύστροπο το αχνόΣτα σφριγηλά μου σωθικά * να πνίξωΓια πάντα * ο σφριγηλότερος.Θα περάσουν καιροί * πολλών ανομημάτωνΤου κέρδους της τιμής * των τύψεων του δαρμούΛυσσώντας θα χιμάει * ο Βουκεφάλας του αίματοςΤις άσπρες μου * λαχτάρες να λαχτίσειΤην αντρειά * τον έρωτα το φωςΚαι κραταιές οσφραίνοντάς * τις να χλι- Μιντρίσει * ο κραταιότερος.Αλλά τότε στις εξ * των υψωμένων κρίνωνΠου η κρίση μου θα κά * νει ρήγμα του ΚαιρούΗ ενδέκατη εντολή * θ' αναδυθεί απ' τα μάτια μουΉ θα 'ναι αυτός * ο κόσμος ή δε θα 'ναιΟ Τοκετός * η Θέωσις το ΑείΠου με τα δίκαια της ψυχής * μου θα 'χωΚηρύξει * ο δικαιότερος.
ΤΑ ΠΑΘΗ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΕΚΤΟ
ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝΧΡΟΝΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ' ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση. Και μετά θα μιλήσει, να πει: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;- Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο.- Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών.- Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων.- Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων.Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Αλλά πριν, ιδού θα γίνουν οι ωραίοι που ναρκισσεύτηκαν στις τριόδους Φίλιπποι και Ροβέρτοι. Θα φορέσουν ανάποδα το δαχτυλίδι τους, και με καρφί θα χτενίσουνε το μαλλί τους, και με νεκροκεφαλές θα στολίσουνε το στήθος τους, για να δελεάσουν τα γύναια. Και τα γύναια θα καταπλαγούν και θα στέρξουν. Για να έβγει αληθινός ο λόγος, ότι σιμά η μέρα όπου το κάλλος θα παραδοθεί στις μύγες της Αγοράς. Και θα αγαναχτήσει το κορμί της πόρνης μην έχοντας άλλο τι να ζηλέψει. Και θα γίνει κατήγορος η πόρνη σοφών και μεγιστάνων, το σπέρμα που υπηρέτησε πιστά, σε μαρτυρία φέρνοντας. Και θα τινάξει πάνουθέ της την κατάρα, κατά την Ανατολή το χέρι τεντώνοντας και φωνάζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;- Βλέπω τα χρώματα του Υμηττού στη βάση την ιερή του Νέου Αστικού μας Κώδικα.- Βλέπω τη μικρή Μυρτώ, την πόρνη από τη Σίκινο, στημένη πέτρινο άγαλμα στην πλατεία της Αγοράς με τις Κρήνες και τα ορθά Λεοντάρια.- Βλέπω τους έφηβους και βλέπω τα κορίτσια στην ετήσια Κλήρωση των Ζευγαριών.- Βλέπω ψηλά, μες στους αιθέρες, το Ερέχθειο των Πουλιών.Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ' ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Αλλά πριν, ιδού θα περάσουν γενεές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα γης. Και κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες, κηρύσσοντας πολέμους. Όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο Στρατοδίκης. Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισπράξουν αυτοί τον μιστό της ύβρης και του μαρτυρίου. Και μεγάλα πλοία θ' ανεβάσουν σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους, οι εξώστες να ράνουν με άνθη το Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων. Και του λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ' ανοίγει στα μέτρα του, κράζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;- Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι της Αναστάσεως.- Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία στην καθαρότητα των ουρανών.- Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών.- Βλέπω τις κανονιοφόρους του Έρωτα.Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει.Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Αλλά πριν, ιδού θα στενάξουν οι νέοι και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει. Κουρεμένοι κατάδικοι θα χτυπήσουν την καραβάνα τους πάνω στα κάγκελα. Kαι θα αδειάσουν όλα τα εργοστάσια, και μετά πάλι με την επίταξη θα γεμίσουν, για να βγάλουνε όνειρα συντηρημένα σε κουτιά μυριάδες, και χιλιάδων λογιών εμφιαλωμένη φύση. Και θα 'ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα. Και θα 'χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας. Και θα 'ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια. Τότε, μην έχοντας άλλη εξορία, που να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της καταιγίδας από τ' ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας, θα γυρίσει για να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια. Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των ανθρώπων θα πει, ν' αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς που ετάχθη. Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων! ιβ΄ΑΝΟΙΓΩ το στόμα μου * κι αναγαλλιάζει το πέλαγοςΚαι παίρνει τα λόγια μου * στις σκοτεινές του σπηλιέςΚαι στις φώκιες τις μικρές * τα ψιθυρίζειΤις νύχτες που κλαίν * των ανθρώπων τα βάσανα.Χαράζω τις φλέβες μου * και κοκκινίζουν τα όνειραΚαι τσέρκουλα γίνονται * στις γειτονιές των παιδιώνΚαι σεντόνια στις κοπέ * λες που αγρυπνούνεΚρυφά για ν' ακούν * των ερώτων τα θαύματα.Ζαλίζει τ' αγιόκλημα * και κατεβαίνω στον κήπο μουΚαι θάβω τα πτώματα * των μυστικών μου νεκρώνΚαι το λώρο το χρυσό * των προδομένωνΑστέρων τους κό * βω να πέσουν στην άβυσσο.Σκουριάζουν τα σίδερα * και τιμωρώ τον αιώνα τουςΕγώ που δοκίμασα * τις μυριάδες αιχμέςΚι από γιούλια και ναρκίσ * σους το καινούριοΜαχαίρι ετοιμά * ζω που αρμόζει στους Ήρωες.Γυμνώνω τα στήθη μου * και ξαπολυούνται οι ανεμοιΚι ερείπια σαρώνουνε * και χαλασμέvες ψυχέςΚι απ' τα νέφη τα πυκνά * της καθαρίζουνΤη γη, να φανούν * τα Λιβάδια τα Πάvτερπνα!
ΙΖ΄ΣΕ ΧΩΡΑ μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι.Τώρα μ' ακολουθούν ανάλαφρα πλάσματαμε τους ιριδισμούς του πόλου στα μαλλιάκαι το πράο στο δέρμα χρυσάφισμα.Μες στα χόρτα προβαίνω, με το γόνατο πλώρηκι η ανάσα μου διώχνει απ' την όψη της γηςτις στερνές τολύπες του ύπνου.Και τα δέντρα βαδίζουν στο πλάι μου, εναντίον του ανέμου.Μεγάλα μυστήρια βλέπω και παράδοξα:Κρήνη την κρύπτη της Ελένης.Τρίαινα με δελφίνι το σημάδι του Σταυρού.Πύλη λευκή το ανόσιο συρματόπλεγμα.Όθε με δόξα θα περάσω.Τα λόγια που με πρόδωσαν και τα ραπίσματα έχονταςγίνει μυρτιές και φοινικόκλαρα:Ωσαννά σημαίνοντας ο ερχόμενος!Ηδονή καρπού βλέπω τη στέρηση.Ελαιώνες λοξούς με γαλάζιο ανάμεσα στα δάχτυλατους χρόνους της οργής πίσω απ' τα σίδερα.Και γιαλόν απέραντο, από μαγγανεία ωραίων ματιών βρεμένο,τον βυθό της Μαρίνας.Όπου αγνός θα περπατήσω.Τα δάκρυα που με πρόδωσαν και οι ταπεινώσεις έχονταςγίνει πνοές και ανέσπερα πουλιά:Ωσαννά σημαίνοvτας ο ερχόμενος!Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι. ΙΗ΄ΣΕ ΧΩΡΑ μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.Τώρα μ' ακολουθούν κορίτσια κυανάκι αλογάκια πέτριναμε τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο.Γενεές μυρτιάς μ' αναγνωρίζουναπό τότε που έτρεμα στο τέμπλο του νερού,άγιος, άγιος, φωνάζοντας.Ο νικήσαντας τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας,αυτός ο Πρίγκιπας των Κρίνων είναι.Κι από κείνες πάλι τις πνοές της Κρήτης,μια στιγμή ζωγραφιζόμουν.Για να λάβει ο κρόκος από τους αιθέρες δίκαιο.Στον ασβέστη τώρα τους αληθινούς μου Νόμουςκλείνω κι εμπιστεύομαι.Μακάριοι, λέγω, οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο.Γι' αυτών τα δόντια η ρόγα που μεθά,στων ηφαιστείων το στήθος και στο κλήμα των παρθένων.Ιδού ας ακολουθήσουνε τα βήματα μου!Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.Τώρα το χέρι του Θανάτουαυτό χαρίζει τη Ζωήκαι ο ύπνος δεν υπάρχει.Xτυπά η καμπάνα του μεσημεριούκι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα:ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.Αιέν αιέν και νυν και νυν τα πουλιά κελαηδούνΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα.
ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτηχαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπουη αλκή μες στο ζώο που οδηγεί τον ήλιoτο φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα H στεριά που βουτά και υψώνει αυχέναένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντοςοι μικρές κυανές φωνές μυριάδεςη μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι της Γοργόναςπου κρατά το τρικάταρτο σα να το σώζεισα να το κάνει τάμα στους ανέμουςσα να λέει να τ' αφήσει και πάλι όχι Ο μικρός ερωδιός της εκκλησίαςη εννιά το πρωί σαν περγαμόντοένα βότσαλο άπεφθο μέσα στο βάθοςτ' ουρανού του γλαυκού φυτείες και στέγες ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνεπου σηκώνουν το πέλαγος σα Θεοτόκοπου φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλιαπου σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται Οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίαςοι δρομείς που διάνυσαν τα ουράνια μίλιαοι Ερμηδες με το μυτερό σκιάδικαι του μαύρου καπνού το κηρύκειο Ο Μαΐστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος η Τραμουντάνα, η Όστρια ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ξύλινο τραπέζι το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου του νερού τα παιχνίδια στο ταβάνι στη γωνιά το φυλλόδεντρο που εφημερεύει Οι λιθιές και τα κύματα χέρι με χέρι μια πατούσα που σύναξε σοφία στην άμμο ένας τζίτζικας που έπεισε χιλιάδες άλλους η συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κάμα που κλωσάει στο γιοφύρι από κάτω τα ωραία κοτρόνια τα σκατά των παιδιών με την πράσινη μύγα ένα πέλαγος βράζοντας και δίχως τέλος Οι δεκάξι νομάτοι που τραβούν την τράτα ο ακάθιστος γλάρος ο αργοπλεύστης οι φωνές οι αδέσποτες της ερημίας ενός ίσκιου το πέρασμα μέσα στον τοίχο ΤΑ ΝΗΣΙΑ με το μίνιο και με το φούμο τα νησιά με το σπόνδυλο κάποιανου Δία τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια Στο μελτέμι τα ορτσάροντας με κόντρα-φλόκο Στο γαρμπή τ' αρμενίζοντας πόντζα-λαμπάντα έως όλο το μάκρος τους τ' αφρισμένα με λιτρίδια μαβιά και με ηλιοτρόπια Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος η Θάσος, η Iθάκη, η Σαντορίνη η Κως, η Ίος, η Σίκινος ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πέτρινο πεζούλι αντίκρυ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι Το πορώδες και άσπρο μεσημέρι ένα πούπουλο ύπνου που ανεβαίνει το σβησμένο χρυσάφι μες στους πυλώνες και το κόκκινο άλογο που δραπετεύει Του κορμού του αρχαίου του δέντρου η Ήρα ο δαφνώνας ο απέραντος ο φωτοφάγος ένα σπίτι σαν άγκυρα κάτω στο βάθος η Κυρά-Πηνελόπη με την ηλακάτη Της αντίπερα όχθης των πουλιών ο βόσπορος ένα κίτρο απ' όπου ο ουρανός εχύθηκε η γλαυκή ακοή μισή κάτω απ'το πέλαγος μακροσύσκιοι ψίθυροι νυμφών και σφένταμων ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορτάζοντας τη μνήμη των αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ' αλώνια ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε: ΧΑΙΡΕ η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται Χαίρε του παραδείσου των βυθών η Αγρία Χαίρε της ερημίας των νησιών η Αγία Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η ΠελαγινήΧαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη Χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο Χαίρε με την ωραία λαλιά η δαμάζοντας το δαίμονα Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των κήπων Χαίρε που αρμόζεις τη ζώνη του Οφιούχου Χαίρε η ακριβοσπάθιστη και σεμνή Χαίρε η προφητικιά και δαιδαλική ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χώμα που ανεβάζει μιαν οσμή κεραυνού σαν από θειάφι του βουνού ο πυθμένας όπου θάλλουν οι νεκροί άνθη της αύριον Ο χωρίς δισταγμούς ένστικτος νόμος ο σφυγμός ο ταχύς παίκτης του βίου ο αιμάτινος θρόμβος ο σωσίας του ήλιου κι ο κισσός ο άλτης των χειμώνων ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ρόπτρο-σκαραβαίος το παράτολμο δόντι μες στο ψύχος του ήλιου ο Απρίλης που ένιωσε ν' αλλάζει φύλο της πηγής το μπουμπούκι ό,τι που ανοίγει Το χειράμαξο γέρνοντας με το 'να πλάι μια χρυσόμυγα που άναψε φωτιά στο μέλλον του νερού η αόρατη αορτή που πάλλει και γι' αυτό ζωντανή κρατά η γαρδένια ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ τα οικόσιτα της Nοσταλγίας τα λουλούδια τα νήπια της βροχής που τρέμουν τα μικρά και τετράποδα στο μονοπάτι τ' αψηλά στους ήλιους και τα ρεμβοκίνητα Τα σεμνά με την κόκκινη αρρεβώνα τα κομπάζοντας έφιππα μες στους λειμώνες τα σε καθαρό ουρανό εργασμένα τα στοχαστικά και τα χιμαιροποίκιλτα Το Κρίνο, το Τριαντάφυλλο, το Γιασεμί ο Μενεξές, η Πασχαλιά, ο Υάκινθος το Γιούλι, το Ζαμπάκι, το Αστρολούλουδο ΑΞΙOΝ ΕΣΤΙ το σύννεφο στη χλόη στο βρεμένο αστράγαλο το φρτ της σαύρας το βαθύ της Μνησαρέτης βλέμμα που δεν είναι αρνιού και άφεση δίνει Της καμπάνας ο άνεμος ο χρυσεγέρτης ο ιππέας που πάει ν' αναληφτεί στη δύση και ο άλλος ιππέας ο νοητός που πάει της φθοράς τον καιρό ν' ανασκολοπίσει Μιας νυχτός Ιουνίου η νηνεμία γιασεμιά και φουστάνια στο περιβόλι το ζωάκι των άστρων που ανεβαίνει της χαράς η στιγμή λίγο πριν κλάψει Ένας κόμπος ψυχής κι ούτε πια λέξη σαν παράθυρο άδειο η Αρετούσα και ο έρωτας έλθοντ' εξ' οράνωπορφυρίαν περθέμενον χλάμυν ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπίας τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες τα κορίτσια τ' Αγγεία των Μυστηρίων τα γεμάτα ως πάνω και τ' απύθμενα Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι τα ηλιοβόρα και τα σεληνοβάμονα Η Έρση, η Μυρτώ, η Μαρίνα η Ελένη, η Ρωξάνη, η Φωτεινή η Άννα, η Αλεξάνδρα, η Κύνθια Των ψιθύρων η επώαση μες στα κοχύλια μια χαμένη σαν όνειρο: η Αριγνώτα ένα φως μακρινό που λέει: κοιμήσου σαστισμένα φιλιά σαν πλήθος δέντρα Το λιγάκι πουκάμισο που τρώει ο αέρας το χνουδάκι το χλόινο πάνω στην κνήμη του αιδοίου το μενεξεδένιο αλάτι και το κρύο νερό της Πανσελήνου ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το μακρινό τραγούδι ο μυχός της Ελένης με το κυματάκι τα φραγκόσυκα φέγγοντας μες στη μασχάλη ερειπιώνες του μέλλοντος και της αράχνης Τα νυχτέρια τ' ατέλειωτα μέσα στα σπλάχνα το ρολόι το άυπνο που δε φελάει ένα μαύρο κρεβάτι που όλο πλέει στα τραχιά τα παράλια του Γαλαξία ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ τα όρθια με το μαύρο πόδι τα καράβια οι αίγες των Υπερβορείων τα καράβια οι πεσσοί του Πολικού και του Ύπνου τα καράβια οι Nικοθόες κι οι Εύαδνες Τα γεμάτα βοριάδες και φουντούκι του Όρους τα μυρίζοντας μούργα και χαρούπι αρχαίο τα γραμμένα στη μάσκα τους καθώς οι Αγίοιτα την ίδια στιγμή λοξά και ακίνητα Η Αγγέλικα, ο Πολικός, οι Τρεις Ιεράρχαι Ο Ατρόμητος, η Αλκυώv, η Nαυκρατούσα το Μαράκι, το Έχει ο Θεός, η Ευαγγελίστρια ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κύμα που αγριεύει και σηκώνεται πέντε οργιές επάνω τα χυμένα μαλλιά στο όρνεο που γυρίζει και χτυπιέται στα τζάμια με την καταιγίδα Η Μαρίνα καθώς προτού να υπάρξει με του σκύλου το καύκαλο και τα δαιμόνια η Μαρίνα το κέρας της Σελήνης η Μαρίνα ο χαλασμός του κόσμου Τα μουράγια ξεσκέπαστα στη σοροκάδα ο παπάς των νεφών που αλλάζει γνώμη τα καημένα τα σπίτια που το ένα στο άλλο ακουμπούνε γλυκά και αποκοιμιούνται Της μικρής βροχής το λυπημένο πρόσωπο η παρθένα ελιά το λόφο ανηφορίζοντας ούτε μία φωνή στα κουρασμένα σύννεφα της πολίχνης το σαλιγκαράκι που έσπασε ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ο πικρός και ο μόνος ο από πριν χαμένος εσύ να 'σαι Ποιητής που δουλεύει το μαχαίρι στο ανεξίτηλο τρίτο του χέρι: ΟΤΙ ΑΥΤΟΣ ο Θάνατος και αυτός η ZωήΑυτός το Απρόβλεπτο και αυτός οι Θεσμοί Αυτός η ευθεία του φυτού η το σώμα τέμνοντας Αυτός η εστία του φακού η το πνεύμα καίγοντας Αυτός η δίψα η μετά την κρήνη Αυτός ο πόλεμος ο μετά την ειρήνη Αυτός ο θεωρός των κυμάτων ο Ίων Αυτός ο Πυγμαλίων πυρός και τεράτων Αυτός η θρυαλλίδα που από τα χείλη ανάβει Αυτός η αόρατη σήραγγα που υπερκερά τον Άδη Αυτός ο Ληστής της ηδονής που δε σταυρώνεται Αυτός ο Όφις που με το Στάχυ ενώνεται Αυτός το σκότος και αυτός η όμορφη αφροσύνη Aυτός των όμβρων του φωτός η εαροσύνη ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το γύρισμα του λύκου στο ρύγχος του ανθρώπου και αυτό στου αγγέλου τα εννέα σκαλιά που ανέβηκε ο Πλωτίνος το χάσμα του σεισμού που εγιόμισε άνθη Το λιγάκι που αγγίζοντας αφήνει ο γλάρος και φωτίζει τα βότσαλα σαν αθωότης η γραμμή που χαράζεται μες στην ψυχή σου και το πένθος μηνά του Παραδείσου ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πριν της οπτασίας αχερουσιο σάλπισμα και πύρινη ώχρα το καιούμενο ποίημα και ηχείο θανάτου οι δορύαιχμες λέξεις και αυτοκτόνες Το ενδόμυχο φως που ασπρογαλιάζει κατ' εικόνα και ομοίωση του απείρου τα χωρίς εκμαγείο βουνά που βγάζουν απαράλλαχτες όψεις του αιωνίου ΤΑ ΒΟΥΝΑ με την οίηση των ερειπίων το βουνά τα βαρύθυμα, τα μαστοφόρα τα βουνά τα σαν ύφαλα μιας οπτασίας τα κλεισμένα ολούθε και τα σαραντάπορα Τα γεμάτα ψιλόβροχο σαν μοναστήρια τα χωμένα στο πούσι των προβάτων τα ήρεμα πηγαίνοντας καθώς βουκόλοι με το μαύρο ζιμπούνι και με το πανωμάντιλο Η Πίνδος, η Ροδόπη, ο Παρνασσός ο Όλυμπος, ο Τυμφρηστός, ο Ταΰγετος η Δίρφυς, ο Άθως, ο Αίνος ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το διάσελο που ανοίγει αιωνίου γαλάζιου οδό στα νέφη μια φωνή που παράπεσε μες στην κοιλάδα μια ηχώ που σαν βάλσαμο την ήπιε η μέρα Των βοδιών η προσπάθεια που σέρνουν τους βαριούς ελαιώνες προς τη δύση ο καπνός ο ατάραχος που πάει των ανθρώπων τα έργα να διαλύσει ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πέρασμα του λύχνου το γεμάτο χαλάσματα και μαύρους ίσκιους η σελίδα που γράφτηκε κάτω απ' το χώμα το τραγούδι που είπε η Λυγερή στον Άδη Τα ξυλόγλυπτα τέρατα πάνω στο τέμπλο οι αρχαίες οι λεύκες οι ιχθυοφόρες οι εράσμιες Κόρες με το πέτρινο χέρι ο λαιμός της Ελένης ωσάν παραλία Τ' ΑΣΤΕΡΟΕΝΤΑ δέντρα με την ευδοκία η παρασημαντική ενός άλλου κόσμου η παλιά δοξασία ότι πάντα υπάρχει το πολύ σιμά και όμως αόρατο Η σκιά που τα γέρνει με το πλάι στο χώμα ένα κάτι του κίτρινου στη θύμησή τους η αρχαία τους όρχηση πάνω απ' τους τάφους η σοφία τους η αδιατίμητη Η Ελιά, η Ροδιά, η Ροδακινιά το Πεύκο, η Λεύκα, ο Πλάτανος ο Δρυς, η Οξιά, το Κυπαρίσσι ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το αναίτιο δάκρυ ανατέλλοντας αργά στα ωραία μάτια των παιδιών που κρατιούνται χέρι-χέρι των παιδιών που κοιτάζουνται και δε μιλιούνται Των ερώτων το τραύλισμα πάνω στα βράχια ένας φάρος που εκτόνωσεν αιώνων θλίψη το τριζόνι το επίμονο καθώς η τύψη και το μάλλινο έρημο μέσα στ' αγιάζι Ο στυφός μες στα δόντια επίορκος δυόσμος δύο χείλη που αδύνατο να στέρξουν - και όμως το "αντίο" στα τσίνορα που λίγο λάμπει και μετά ο για πάντοτε θολός κόσμος Το αργό και βαρύ των καταιγίδων όργανο στην καταστραμμένη του φωνή ο Ηράκλειτος των φονιάδων η άλλη πλευρά η αθέατη το μικρό "γιατί", που έμεινε αναπάντητο ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι που επιστρέφει από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει ποιο το "νυν" και ποιο το "αιέν " του κόσμου: ΝΥΝ το αγρίμι της μυρτιάς Νυν η κραυγή του Μάη ΑΙΕΝ η άκρα συνείδηση Αιέν η πλησιφάη Νυν Νυν η παραίσθηση και του ύπνου η μιμική Αιέν αιέν ο λόγος και η Τρόπις η αστρική Νυν των λεπιδοπτέρων το νέφος το κινούμενο Αιέν των μυστηρίων το φως το περιιπτάμενο Νυν το Περίβλημα της Γης και η ΕξουσίαΑιέν η βρώση της Ψυχής και η πεμπτουσία Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα Νυν των λαών το αμάλγαμα και ο μαύρος ΑριθμόςΑιέν της Δίκης το άγαλμα και ο μέγας Οφθαλμός Νυν η ταπείνωση των Θεών Νυν η σποδος του Ανθρώπου Νυν Νυν το μηδέν και Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας!